Γρίβα Σώτη
ΟΙ
ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΗΣ ΑΠΟΛΑΥΣΗΣ
ΤΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥ: ΧΡΕΟΣ-ΘΥΣΙΑ-ΠΕΡΑΣΜΑ ΣΤΗΝ
ΠΡΑΞΗ
Όταν κάποιος
εμποδίζεται να αφηγηθεί
την ιστορία που
χαράκτηκε πάνω του
και δεν υπάρχει
κανείς να αποκωδικοποιήσει, να
αναγνώσει την υπαρξιακή
διάσταση αυτών των
περίεργων ιερογλυφικών, να
τα μεταφράσει γι’
αυτόν, τότε την αλήθεια
την φωνάζουν οι
"πέτρες του αγρού",
"οι πέτρες που
μιλάνε", τα συμπτώματα
που κάνουν το
σώμα να μένει
πετρωμένο.
Το
απολιθωμένο σώμα μιλιέται
μέσα απ’ τα
συμπτώματά του, μέσα
από τα ερείπια
ενός νεκρο-ζώντανου αρχαιολογικού
χώρου…Ποια είναι λοιπόν
αυτή η σύμπτωση,
αυτό το σύμ-πτωμα,
το τυχαίο γεγονός;
Όταν ο άνθρωπος
συναντηθεί μαζί του
μπαίνει σ΄ ένα τρενάκι
του τρόμου που
επαναλαμβάνει συνεχώς την
ίδια αδιέξοδη κυκλική
τροχιά. Τότε ό,τι
ήταν κρυφό σχηματίζεται
ανάγλυφα πάνω στο
σώμα του που
μιλάει ως "ομιλόν". Πρόκειται
για μια "πτώση", για
ένα "συμπίπτω", "πέφτω
μαζί" παθητικά και
συμπαρασύρω σ’ αυτή
την πτώση και
τον άλλο, τον
πλησίον. Σ’ αυτή την
πτώση η απόλαυση
κατακλύζει το υποκείμενο
ως τα τρίσβαθά
του…κι εκείνο δεν
μιλάει σε πρώτο
πρόσωπο αλλά μιλιέται
σε τρίτο πρόσωπο
και παρακολουθεί τη
μια μέρα να
διαδέχεται την άλλη
σαν να βλέπει
μια ταινία "εκτός
πραγματικότητας".
Κάτι
τέτοιες στιγμές που
παραδέρνει στα ανεμοδαρμένα
κύματα των λέξεων
χρειάζεται το εμπόδιο
του κάβου…το οποίο
περιορίζει το άνοιγμα
της απόλαυσης σε μια πλήρη
απόλαυση εκτός ορίων.
Χρειάζεται εκείνες τις
λέξεις που αγκυροβολούν
στο λιμάνι του
νοήματος, που βάζουν
σημαδούρες και δημιουργούν
λιμανάκια και ακρογιαλιές
στο ασχημάτιστο πέλαγος
του σώματος το
οποίο συχνά τα
"κάνει θάλασσα" ως
τόπος της απόλαυσης.
Υπάρχει
λοιπόν στην απόλαυση
μια διάσταση που
είναι της τάξεως
του άμορφου, του
ασχημάτιστου…κάτι σαν τον
καπνό από θειάφι
στον οποίο άφησε
το βλέμμα της
η γυναίκα του
Λώτ.
Επιπλέον, στις
μέρες μας επικρατεί
ένας φαύλος λιβιδινικός
κύκλος του "χρέους", της
"εξαγοράς" του και
μιας "θυσίας" που
ενώνει τα δύο
προηγούμενα σημαίνοντα και
αφήνει στο διάβα
τους τα ίχνη
μιας αυτοκαταστροφικής απόλαυσης.
Η διπλή
ανάγνωση του θέματος
στο πεδίο της
θεολογίας και της
ψυχανάλυσης θα μας
βοηθήσει να συμβολοποιήσουμε τα
μυστηριώδη σημαίνοντα που
μας διαφεύγουν, να
τα παραβολοποιήσουμε και
να περάσουμε σε μια "πράξη
του λόγου" και
όχι σ’ ένα
"πέρασμα στην πράξη"
στον τόπο που
ο λόγος καταρρέει…
Ας
ξεκινήσουμε τις διαδρομές
μας στη χώρα
της αυτοκαταστροφικής απόλαυσης
με αφετηρία μια
βιβλική γυναίκα: την γυναίκα
του Λώτ. Το
κείμενο λέει: "είχε ανατείλει
ο ήλιος όταν ο Λώτ
έφτασε στη Σηγώρ.
Τότε ο Κύριος
άφησε να βρέξει
θειάφι και φωτιά
στα Σόδομα και
στα Γόμορα…Η γυναίκα
όμως του Λώτ
κοίταξε πίσω και
έγινε στήλη άλατος".
Ποια ήταν η
συνάντηση με το
Πραγματικό για τη
γυναίκα του Λώτ;
Ας υποθέσουμε ότι
πριν κοιτάξει πίσω
και γίνει στήλη
άλατος έριξε το
βλέμμα της προς
την πόλη την
φλεγόμενη, τα Σόδομα
και τα Γόμορα
και το πιο
τρομακτικό που είδε
ήταν ότι δεν
υπήρχε καν πόλη…Υπήρχε
μόνο το κενό
χωρίς κανένα ήχο,
χωρίς καμία κίνηση.
Μόνο μια ομίχλη
γκρίζα και ασχημάτιστη
άρχιζε να εισβάλει
στο εσωτερικό της.
Το βιβλικό κείμενο
δεν μας λέει
τι ακριβώς είδε,
λέει μόνο το
εξής: "είδε ν’
ανεβαίνει από τη γή
καπνός σαν να
ήταν καπνός από
καμίνι".
Μπορούμε
να υποθέσουμε ότι το σύνορο
που χώριζε το
εξωτερικό απο το
εσωτερικό χάθηκε από μπροστά
της. Η εξωτερική
πραγματικότητα άρχισε να
την προσεγγίζει και
να την καταλαμβάνει
με μια υλική
παρουσία…με την εγγύτητα
του Πραγματικού, εκείνου
του τόπου όπου
δεν υπάρχει τόπος
να σταθείς…
Τι
είναι αυτό που
φαίνεται να μπαίνει
σαν εμπόδιο στην
συνάντηση των δυό
τους, δηλ της
γυναίκας του Λώτ
και του ίδιου
του Λώτ; Ο
Λώτ έφτασε σώος
και αβλαβής στη
Σηγώρ ενώ η
γυναίκα του πέτρωσε
στα μισά της
διαδρομής και πέρασε
στην αντίπερα όχθη…στο
επέκεινα του ορίου
της φαντασίωσης…Υπάρχει το
ανείπωτο της απόλαυσης
που αιχμαλωτίζει το
βλέμμα της και
ετσι απομένει μια
απολιθωμένη στήλη άλατος.
Το βλέμμα της
που εξερευνούσε λαίμαργα
την γή των Σοδόμων και
των Γομόρων μήπως
αντίκρισε ξαφνικά ένα
"κενό χωρίς τέλος",
το "κενό" που
είναι το ίδιο
το υποκείμενο, η
ίδια η υποκειμενικότητα;
Μέσα
από αυτό το
ερώτημα αναδύεται ο
ενικός και ανεπανάληπτα
μοναδικός τρόπος που
ο καθένας μας υποφέρει
στη σχέση του
με την απόλαυση.
Αυτός ο τρόπος
είναι το σύμπτωμα
στο οποίο εντοπίζεται
η υπεραπόλαυση ενώ
το υποκείμενο αναδύεται
μέσα από την
επανάληψη. Η επανάληψη
είναι η συνθήκη
για την ανάδυσή
του. Όπως θα
έλεγε και ο
Τσέστερτον: "η
επανάληψη είναι η
μεγαλύτερη απόδειξη της
θείας δημιουργικότητας στο
ίδιο πράγμα που
επαναλαμβάνεται ξανά και
ξανά. Ο ήλιος
ανατέλλει κάθε πρωί
επειδή δεν κουράζεται
ποτέ να ανατέλλει.
Η ρουτίνα του
μπορεί να οφείλεται
όχι σε μια
έλλειψη ζωής αλλά
στην ορμητικότητα της
ίδιας της ζωής.
Είναι πιθανό κάθε
πρωί ο Θεός
να λέει στον
ήλιο: "Ξανακάντο!"
Πώς
σχετίζεται λοιπόν η
νεύρωση με την
αυτοκαταστροφική απόλαυση; Αν
το όνειρο της
νεύρωσης σκιαγραφεί έναν
Άλλο που απολαμβάνει
χωρίς να υπάρχει πρόσβαση σ’ αυτήν
την απόλαυση˙ το όνειρο
του αυτοκαταστροφικού σεναρίου
είναι να κάνει
να υπάρχει ένας
Άλλος που απολαμβάνει
χωρίς έλλειψη, χωρίς
κενό…, χωρίς όρια.
Μεσολαβεί συνήθως ένα
πέπλο που καλύπτει
την έλλειψη και
στην περίπτωση του
Λώτ τη θέση
της γυναίκας του
καταλαμβάνει μια στήλη
άλατος χωρίς γυναικεία
ενσώματη ύπαρξη…
Η
έρημος της απόλαυσης
που εκτείνεται μπροστά
μας συνθέτει από
μόνη της ένα
αίνιγμα. Άλλες φορές
είναι σιωπηλή. Είναι
τότε που απλώνεται
μια ερημική σιωπή-σχεδόν
θυσιαστική- μέσα από την
οποία διακρίνεται η
παράδοξη απόλαυση της
απουσίας ικανοποίησης. Υπάρχει
βέβαια και μια
άλλη φωνή της
απόλαυσης που μοιάζει
με του Sade και
λέει: " Έχω το δικαίωμα
να απολαμβάνω όποιον
θέλω. Έχω το
δικαίωμα να "φάω" όποιον
θέλω, πράγμα που
παραπέμπει σε μια
βουλιμική απόλαυση που
φτάνει μέχρι το
άλλο της άκρο:"Έχω το
δικαίωμα να μην
φάω τίποτα ή
να φάω το
"τίποτα" της ασυνείδητης
εικόνας μου" και
να σβήσω αυτό
το σώμα που έχει
όψη σκελετού και
σας τρομάζει με
τη θέα του,
πράγμα που παραπέμπει
στην ανορεξία, ή
για να πάμε
ακόμη πιο μακριά
αυτή η διαστροφική
απόλαυση φτάνει μέχρι
την εξόντωση της
απόλαυσης του Άλλου
που μας ενοχλεί,
φτάνει μέχρι τα
στρατόπεδα συγκέντρωσης και το πιο
τραυματικό απ’ όλα…το
Ολοκαύτωμα όπου καθιστούσαν
το σώμα του
Άλλου, του εβραίου
ή του τσιγγάνου,
μια καθαρή λεηλασία.
Η
υπερεγωτική φωνή του
χρέους προστάζει׃" να
υπακούς επειδή οφείλεις!
Θυσιάσου στους βωμούς
της εξαγοράς του
χρέους σου!"
Γνωρίζουμε στις
μέρες μας την
κατάσταση μιας εξαναγκαστικής επιλογής,
στην οποία είμαι
ελεύθερος να επιλέξω-αρκεί να
κάνω τη σωστή
επιλογή-οπότε το μόνο
που απομένει για
μένα είναι η
"κενή χειρονομία" της
προσποίησης, ότι δήθεν
εκπληρώνω ελεύθερα εκείνο
που μου έχει
επιβληθεί. Συχνά το
υποκείμενο δεν θυσιάζεται
για ένα δικό
του κέρδος αλλά
για να καλύψει
την έλλειψη στον
Άλλο, να στηρίξει
την παντοδυναμία του
ή την συνοχή
του. Ακόμα και στην αγάπη:"δίνεις εκείνο
που δεν έχεις",
όπως λέει ο
Λακάν, ή σ’
ένα έγκλημα πάθους׃" αφαιρείς από τον
Άλλο εκείνο που
δεν έχει".
Στην
εποχή μας της
δήθεν φιλελεύθερης επιτρεπτικότητας το
"χρέος" μας στην
απόλαυση μεταφράζεται στο
δικαίωμα της παράβασης
των δέκα εντολών.
Το δικαίωμα στην
ιδιωτική ζωή μετατρέπεται
σε δικαίωμα στην
απάτη, στα κρυφά,
όταν δεν σε
βλέπει κανείς. Το
δικαίωμα στην αναζήτηση
της χαμένης επιθυμίας
μας και στην
διαφύλαξη του ιδιωτικού
μας χωροχρόνου γίνεται
το δικαίωμα στην
κλεψιά, το δικαίωμα
να εκμεταλλεύεσαι τους
άλλους, να τους
χειρίζεσαι…
Και
μια που αρχίσαμε
με την παραβίαση
των νόμων του
Λόγου ας συνεχίσουμε
βιβλικά στο πεδίο της
θεολογίας.
"Υπάρχουν
και εκείνοι" θα
πεί ο Ιερεμίας (7,30) που
έφτιαξαν ιερό τόπο
για θυσίες στην
πυρά, στην κοιλάδα
Μπέν Εννόμ (του θρήνου,
απ’ την οποία
προκύπτει αργότερα η
παράσταση της Γέενας,
ο τόπος της
κόλασης) για να
θυσιάσουν εκεί τους
γιούς και τις
κόρες τους στη
φωτιά. Γι’ αυτό
θα’ρθουν μέρες που
η κοιλάδα αυτή
δεν θα ονομάζεται
πια λατρευτικός τόπος
της πυράς ή
κοιλάδα Μπέν Εννόμ,
αλλά κοιλάδα των
νεκρών. Γιατί εκεί θα
θάβουν τους νεκρούς,
στον λατρευτικό τόπο
της πυράς. Θεωρούσαν
ότι είναι ένα
είδος θυσίας που
λυτρώνει μια ανθρώπινη
ζωή από το
πεπρωμένο του θανάτου.
Τι είναι όμως αυτό που
θυσιάζει τελικά κανείς;
Υπάρχουν
άνθρωποι θυσιασμένοι σε
διάφορους βωμούς, της
επιστήμης, της ομορφιάς,
της επιτυχίας, της
ευτυχίας…Αυτό που θυσιάζεται είναι η
επιθυμία του ανθρώπου
ή ότι συντελέστηκε
μέσα του χωρίς
τον ίδιο, χωρίς
να τροφοδοτείται ούτε
ένα σύμπτωμα που
κάπως να διαμαρτύρεται; Είναι
ένα "θυσιάζομαι από
αγάπη" ή θυσιάζομαι
για μια καλή
θέση στον παράδεισο
της απόλαυσης;
Αν
η θυσία στην
πιο στοιχειώδη της
εκδοχή είναι μια
ανταλλαγή…τι μπορούμε να
ανταλλάξουμε θυσιαζόμενοι; Να
θυσιάσουμε τα παιδιά
μας για να
βρέξει το υπέρτατο
Αγαθό μια ευεργετική
βροχή στην άνυδρη
μελαγχολική γή της
παγανιστικής απόλαυσης; Ή
να θυσιάσουμε τον
λόγο μας, ακριβώς
πάνω στην εκφορά
της γέννησής του,
για να εξασφαλίσουμε
ότι έχει λόγο
ύπαρξης ένας μεγάλος
Άλλος εκεί έξω
που μπορεί να
απαντήσει ικανοποιητικά στις
θυσίες μας;
Υπάρχει κάτι
που θα μπορούσε
να σταματήσει αυτή
τη θυσία; Τι
είναι αυτό που
λείπει; Λείπει το
εμπόδιο που θα
συγκρατούσε το χέρι
που θυσιάζει, λείπει
το κενό, το
χάσμα που χωρίζει
το αντικείμενο από
τον ίδιο τον
εαυτό του. Λείπει εκείνο
που χωρίζει τον
Βάαλ από τις
πολλαπλές ενσαρκώσεις του,
από εκείνους που
θυσιάζουν απολαμβάνοντας την
οσμή της καμένης
σάρκας, που απολαμβάνουν τον πόνο
και την ενοχή
που τους προκαλεί
η ίδια τους
η απόλαυση του
πόνου και της
ενοχής.
Ακούμε
συχνά προστακτικές εντολές
με καλή πρόθεση: "Πρέπει, γιατί
μπορείς! Αρκεί να
θυσιαστείς και να
το απολαύσεις, να
δείς τι γλύκα
που’ χει το μαχαίρι…" Σε
ποια εξουσία όμως
να θυσιαστείς και
πώς να βρείς
θετική πλήρωση στην
ίδια σου τη
θυσία; Από πού
περνάει το μαχαίρι τελικά από "μέσα" ή
ανάμεσα;
Υπάρχει
ένας ψαλμός, ο
ψαλμός 62 που μ’
αρέσει ιδιαίτερα γιατί
λέει το εξής
αινιγματικό׃
"Ένα είπε ο
Θέος˙δύο εγώ άκουσα".
Άραγε ο Θεός
μιλάει απλά κι
εμείς περιπλέκουμε αυτό
το άκουσμα ή
αρχίζουμε ν’ ακούμε τον
λόγο απ’ την ανάποδη
ανεστραμμένο κι έπειτα
συνεχίζουμε να τον
ακούμε "καθαρά", να
τον "πιάνουμε" απ’
ευθείας; Το ίδιο
δεν έπαθε και
ο Αβραάμ όταν
άκουσε κυριολεκτικά την
εντολή: να πάρει τον
γιό του και
να τον προσφέρει
στον βωμό εκεί…στην
γή την υψηλή…σε
θυσία; Του πήρε
πάνω από τρείς
μέρες για ν’ ακούσει
την τελευταία στιγμή
πριν ν’ αγγίξει
τον Ισαάκ το: ανύψωσέ
τον (πίσω από το
θυσίασέ τον) και
του στοίχισε μια
αγωνιώδη διαδρομή προς
την γή την
υψηλή, ένα βωμό,
ξύλα και μια
φωτιά που έμεινε
ανενεργή.
Η
αγωνία του Αβραάμ
διανύει τον χώρο
για να φτάσει
στην γή την
υψηλή σε χρόνο
τριών ημερών και
εκεί να αποχωριστεί
κάτι. Όχι τον
Ισαάκ αλλά την
εικόνα του ίδιου
του Αβραάμ που
εκτείνεται στον χώρο
και στον χρόνο
του Ισαάκ. Η
θυσία του Ισαάκ
είναι μια απαγορευμένη
θυσία, ένα πέρασμα
στην πράξη που
δεν έγινε ποτέ.
Πέρασμα
στην πράξη ή
πράξη του περάσματος;
Μια κόκκινη κλωστή
δεμένη….ξεδιπλώνει το νήμα
τριών αφηγήσεων που
τις συνδέει ένα
κοινό σημείο: το πέρασμα
στην πράξη. Δεν
ξέρω τι θα
ήταν πιο ενδιαφέρον
να σας πώ: "Μια
φορά κι ένα
καιρό ο "μικρός
με τον σουγιά",
η μικρή που
λεγόταν "αγάπες" και
ο πρωτότοκος Κάιν
άνοιξαν την πόρτα
και είδαν ένα
δράκο ή να
σας πω ότι
το πιο τρομακτικό
δεν ήταν ο
δράκος που αντίκρισαν
αλλά το ό,τι
άνοιξαν την πόρτα
του περάσματος στην
πράξη και το
άνοιγμα της πόρτας
ήταν ό,τι πιο
τρομακτικό αντίκρισαν;
Το
επόμενο βήμα θα
ήταν ένα άλμα
στο κενό, ένα
άλμα που γίνεται
αστραπιαία, με βιασύνη,
τόσο γρήγορα που
το υποκείμενο βραχυκυκλώνεται μέσα
σ’ αυτό. Συνήθως προηγείται
ένα "δεν αντέχω
άλλο…", μια στιγμή
φαντασιακής κατασκευής που
κρέμεται από μια
κλωστή…την κλωστή της
ίδιας της φαντασίωσης.
Το πέρασμα στην
πράξη "δεν θέλει
κάτι να πεί",
θέλει να απολαμβάνει
και το καταφέρνει.
Είναι το πέρασμα
σε μια πραγματοποίηση της
απόλαυσης. "Δεν θέλει
να πεί". "Θέλει
την απόλαυση".
Αλλά
πριν περάσουμε στο
δισδυάστατο πέρασμα στην
πράξη ας λοξοδρομήσουμε για
λίγο στη "χώρα
του διπλού" που
την διαπνέει μια
παράξενη αδυναμία. Η
αδυναμία να είναι
κανείς ταυτόχρονα "αυτό" και
"εκείνο", ο "εαυτός" του
και ο "άλλος".
Τα
πολύ παλιά χρόνια λένε ότι
υπήρχε
ένας βασιλιάς που
είχε αρχίσει να
γερνάει. Ο βασιλιάς
κατοικούσε στη δεξιά
πτέρυγα του παλατιού
και περιποιόταν μέρα-νύχτα
με προσοχή το
βασιλικό του μούσι. Είχε
προσλάβει τρείς στρατιές
από κουρείς και
τοπολόγους. Οι τοπολόγοι
έβγαζαν τα λευκά
χαρτιά τους, έξυναν
τα μολύβια τους
και σχεδίαζαν το
"ιδεώδες μούσι" του
βασιλιά. Αμέσως μετά
οι κουρείς κοιτούσαν
προσεκτικά το σχέδιο
και το εφάρμοζαν
στο μούσι του
βασιλιά. Πότε ήταν
τριγωνικό, πότε ήταν
μυτερό σαν το
μούσι των φαραώ,
πότε άνοιγε στο
κάτω μέρος του
σαν ουρά ψαριού
και πότε έμοιαζε
με φτερούγες πουλιού
που έπιαναν ψιλή
κουβεντούλα με τα
τσιγκελωτά του μουστάκια.
Ποτέ όμως δεν
έπρεπε να βγαίνει
εκτός των μετρήσεων
των τοπολογικών σχεδίων.
Έπειτα στηνόταν καμαρωτός
μπροστά στον ολόσωμο
χρυσό καθρέφτη του
και θαύμαζε το
έργο τέχνης που
κοσμούσε το πηγούνι
του…
Ένα πρωί
όμως, χαράματα ακόμη,
άρχισε να βαριαναστενάζει γιατί
έχασε πια τα
νιάτα του και
να μονολογεί: "Αχ, γιατί
να μην είμαι
πάλι νέος, να
έχω στητή κορμοστασιά
και να’ ναι πάλι
η βασίλισσα ερωτευμένη
μαζί μου;". Τώρα
τελευταία την έβλεπε
να κοιτάει ένα
πορτραίτο ενός όμορφου
νεαρού που είχε
στο κομοδίνο της
και να το
θαυμάζει. Μια και
δυό απευθύνεται στον
σύμβουλό του που
ήταν ο μάγος
της βασιλικής αυλής
και τον ρωτάει
αν είναι δυνατή
αυτή η μεταμόρφωση.
"Φυσικά…" λέει
ο μάγος "άλλωστε
το πορτραίτο είναι
μαγεμένο και για
να ταυτιστείς μαζί
του, βασιλιά μου,
θα πρέπει να
λάβεις μέρος σε
μια μυητική τελετή.
Το μόνο που
θα κάνεις είναι
να το κοιτάζεις
επίμονα, να προσφέρεις
το βλέμμα σου σ’
αυτό". Ο βασιλιάς
δέχτηκε αμέσως. Δεν
πρόσεξε όμως ότι
κάτω από τη
"μάσκα" του ωραίου
νεανικού προσώπου με
τα αδρά χαρακτηριστικά αχνοφαινόταν
αυτή η ελάχιστη
γκριμάτσα, αυτό το
"τικ" που προαναγγέλει
κάτι το τρομακτικά
ανοίκειο…κάτι που προμηνύει
το "καθαρό κακό"
ή το "μάτι" που
σαρώνει με την
απεριόριστη οπτική του
τις κινήσεις των
άλλων.
Όταν
έφτασε η στιγμή
της μεταμόρφωσης εμφανίστηκε
ολοζώντανο μπροστά του
το ίδιο το
πρωτότυπο του πορτραίτου,
δηλ. ο εραστής
της βασίλισσας. Σκότωσε
τον βασιλιά και
έγινε βασιλιάς στη
θέση του βασιλιά.
Ο
βασιλιάς δεν μπόρεσε
να ξεφύγει από
τον ενικό αριθμό
της μοναδικότητάς του.
Ζητούσε την άδεια
να γυρίσει πίσω
σε μια επιστροφή
στην μήτρα της
νιότης και συνάντησε
τον ξένο που
είναι για τον
καθένα ο εαυτός
του. Ποια ήταν
η απέθαντη απόλαυση
που ήθελε να
φτάσει ο βασιλιάς;
Είναι μια απόλαυση
που ενσαρκώνεται σ’ αυτό
το πορτραίτο μιας
νιότης "εκτός χρόνου",
μια απόλαυση που
δεν εξυπηρετεί τελικά
σε τίποτα, όπως
αναφέρει ο Lacan στο
σεμινάριο Encore. Μια απόλαυση
που δεν μπορεί
ποτέ να αποκτήσει
αλλα ούτε και
να ξεφορτωθεί…
Πώς
γίνεται όμως να διαφύγει κανείς
απ’ τον φαύλο κύκλο
του ισχυρού Υπερεγώ
που συνδέεται με
την απόλαυση; Πώς
γίνεται να διαρρήξει
τις πολλαπλές όψεις
της προστακτικής εντολής: "Απόλαυσε!" χωρίς
να πέσει στην
απάθεια μιας ακύμαντης
λίμνης όπου καθρεφτίζονται τα
αντικείμενα του καπιταλιστικού λόγου
που στην εποχή
μας παράγουν το
ανικανοποίητο των ψευδο-ελλείψεων…
Πώς βγαίνει
κανείς απο το
απολιθωμένο τοπίο της
φαντασίωσης του; Η
πράξη του περάσματος
αντιστρέφει το πέρασμα
στην πράξη γιατι
γίνεται η "πράξη
του λόγου" που
έχει συμβολική όψη
αφού το σημαίνον
μπορεί να εγγράψει
κάτι απο την
διαφορά που η
πράξη εισάγει στο
Πραγματικό. Είναι ένα
"λεχθέν" που αφήνει
ίχνη, σημάδια…Το πέρασμα στην
πράξη έχει σαν
φόντο τον λόγο ή
την ανικανότητα να
ειπωθεί κάτι ενώ
η "πράξη του
λόγου" ανταποκρίνεται σ’
αυτό το αδύνατο
να ειπωθεί…π.χ. τι θα
απαντούσε η νονά-νεράιδα
στην Σταχτοπούτα αν την ρωτούσε: "Γιατί τα ποντίκια έγιναν
άλογα…γιατί η κολοκύθα
έγινε χρυσή άμαξα
και κυρίως γιατί
τα ωραία μου
ρούχα έγιναν κουρέλια
ακριβώς στις 12.00
η ώρα;". Είναι
ένα αίνιγμα, ένα
μυστήριο…Δεν είναι ένας
"φυσικός νόμος" που
επαναλαμβάνεται ούτε μια
αναγκαιότητα. Όποια απάντηση
και να δώσουμε
δεν θα’ ναι απόλυτα
ικανοποιητική. Θα σας
πω λοιπόν ένα
μυστικό: το ένα ερώτημα
φέρνει το άλλο
και ο χορός
των ερωτημάτων ίσως
ήταν ό,τι πιο
συναρπαστικό συνέβη στην
Σταχτοπούτα, εκτός από
τον χορό του
παλατιού. Το όλο
μυστικό συνίσταται στην
απλότητα αυτού του
μυστικού˙ σ’ αυτή την μικρή
στιγμή της έκπληξης…
Ο
μεγάλος Άλλος για
τον "μικρό με
τον σουγιά" είναι
το τερατώδες Πράγμα.
Υπάρχει αυτό το
έλλειμμα στην συμβολική
εγγραφή που δεν
τον προφυλάσσει από
την συνάντησή του
όχι μόνο με
τον φαντασιακό Άλλο
που μπαινοβγαίνει μαζί
του σε κατοπτρικές
σχέσεις αλλά και
με τον απόλυτο
Άλλο, τον μητρικό
Άλλο που τον
ωθεί να "φάει" όλο
και πιο μεγάλες
δόσεις σχολικής γνώσης.
Η μητέρα του τον αποκαλεί
"μικρό τερατάκι" και
παρόλες τις προσπάθειες
που καταβάλει για
να τον εξανθρωπίσει
εκείνος επιβεβαιώνει τα
λεγόμενά της και
γίνεται ένα τρομερό
μυθικό προ-υποκειμενικό τέρας…Δεν
γνωρίζει όμως η
μητέρα του το
παραμύθι με την
Πεντάμορφη και το
Τέρας. Ποτέ δεν
της το διηγήθηκαν.
Δεν της είπαν
ότι το τέρας
αγαπιέται από την
Πεντάμορφη προτού να
γίνει αξιαγάπητο…
Η απόλαυση
βρίσκεται στον τόπο
του μητρικού Άλλου
που δεν επιτρέπει
την πρόσβαση στον
λόγο του πατέρα
ο οποίος από
την θέση του
παρατηρητή λειτουργεί σαν
υπάλληλος που εκτελεί
εντολές και τρέχει
να εκπληρώσει "το
αδύνατο" που ζητάει
η μητέρα. Συχνά
τα εμπόδια παίρνουν
διαστάσεις γιγαντιαίων βράχων
και σκάει πάνω
τους κάθε αδύναμος
κυματισμός…Σ’ αυτή την συγκυρία
για το πέρασμα
στην πράξη συγκλίνουν
δυό συντεταγμένες: μια μεγάλη
ανησυχία και μια
ανεξήγητη απώλεια της
συνεδρίας. Ήρθαν οι
γονείς του στη
θέση του. Την
επόμενη μέρα, το
πρωί, πήγε με
τον σουγιά στο
σχολείο και απειλούσε
εξ’ αποστάσεως τους συμμαθητές
του. Έλεγε ότι
έλαβε ένα απειλητικό
μήνυμα κι έπρεπε
να προστατευτεί. Το
ανύπαρκτο "γραπτό"
μήνυμα σχετιζόταν με
μια σκηνή που
παρακολούθησε το ίδιο
βράδυ και τον
κράτησε ξάγρυπνο και
ανήσυχο μέχρι το
πρωί: το καναρίνι πέθανε
και οι γονείς
του το έθαψαν
σε μια γλάστρα,
χωρίς να πούν
τίποτα, έβαλαν πάνω
του μια πέτρα
και χάραξαν το
όνομά του στην
πέτρα με τον
ίδιο σουγιά.
Είναι
σίγουρος για την
διωκτική παρουσία των
συμμαθητών του αλλά
δεν μπορεί να
προφέρει τα λεγόμενά
τους. Είναι πιο
πολύ οι κινήσεις
τους, η στάση
του σώματός τους,
το βλέμμα τους,
η φωνή τους…ο
σουγιάς θα τους
κρατούσε σε απόσταση
από το δικό
του σώμα για
να μην υπάρξει
επαφή σώμα με
σώμα. "Ο Άλλος
θέλει το κακό μου…", αυτή
είναι η φράση
που τον συνοδεύει
στις πίστες του play-station όταν γίνεται
ο ίδιος εκείνος
ο Άλλος που
απολαμβάνει σκοτώνοντας τα
αντικείμενά του. Άλλωστε
και ο δικός
του δεσμός με
τον Άλλο δεν
έχει παρανοϊκή διάσταση;
Είναι πιασμένος σ’
αυτή την δίνη
της απόλαυσης του
Άλλου, παραδομένος σαν
αντικείμενο σ’ αυτή
την αδηφάγα απόλαυση.
Ο παρτενέρ του
δεν είναι ανθρώπινος
αλλά εικονικός. Είναι
μια μηχανή της
απόλαυσης…Το ίδιο βλέπουμε
να συμβαίνει και
με παρτενέρ νευρωτικών
υποκειμένων: στα ναρκωτικά, στην
εξάρτηση από τα
ψυχοφάρμακα ή στην
εικόνα του εαυτού
που ξεδιπλώνεται και
εκτείνεται απεριόριστα στο
διαδύκτιο σαν τον
"Τιραμόλα" που έχει
γίνει λάστιχο και
δεν μπορεί να
επαναφέρει πια τα
μέλη του στο
σώμα του στην
απεγνωσμένη του προσπάθεια
να συνδεθεί η
επιθυμία με την
απόλαυση παραμερίζοντας την
αγάπη.
Πώς
θα διαχωριστεί λοιπόν
η απόλαυση από
τον τόπο του Άλλου; Ποια
είναι αυτή η
μη επιτρεπτή συνθήκη
απόλαυσης που θα
κάνει την σχέση
με τον πλησίον
λιγότερο θανατηφόρα;
Τι
συμβαίνει όταν στα
πλαίσια του "οικογενειακού αστερισμού" το
υποκείμενο αναλαμβάνει την
επιθυμία του Άλλου
και αυτό συνδέεται
με μια εμπειρία
παιδική, μια εμπειρία
του σώματος;
Στην περίπτωση
της μικρής αναλυόμενης
που λεγόταν "αγάπες" δύο
συνθήκες προετοίμασαν την
συνάντησή της με
το τραυματικό συμβάν: μια
αναφομοίωτη απόλαυση και
ένα ανεπίλυτο αίνιγμα
που την καλούσε
να το αφουγκραστεί
μόνη της, ένα
αίνιγμα γύρω από το σημαίνον
"αγάπες". Πάνω σ’
αυτή την βάση της
αινιγματικής απόλαυσης άρχισε
να φτιάχνει την
φαντασίωσή της που
ισοδυναμούσε με ένα
τραύμα. Ποιο είναι
λοιπόν το αινιγματικό
μυστήριο, εκείνο που
διαφεύγει από μια
γνώση και μπροστά
στο οποίο το
υποκείμενο υποθέτει μια
γνώση; Ποια είναι
η κενή θέση
την οποία έρχεται
να καταλάβει; Στην
περίπτωση αυτή ήταν
η θέση που
άφησε "κενή" η
νεκρή δίδυμη αδερφή
της μητέρας της.
-"Πού
είναι οι αγάπες
μου;" Ρωτούσε κάθε
τόσο η μητέρα
της απευθυνόμενη στην
μικρή της κόρη.
-"Δεν
μπορώ να μην
την αποκαλώ έτσι",
έλεγε σε μένα,
"ξέρω ότι έχει
το δικό της
πρόσωπο αλλά όταν
την κοιτάζω έχω
την αίσθηση της
άλλης…".
Το
σύμπτωμα της μικρής
"στεγάζεται" στο σώμα
το οποίο γίνεται
ο τόπος απ’
όπου εκφέρεται ένα
παράπονο ή η
ανοχύρωτη πύλη στην
οποία υπάρχει ο
κίνδυνος να εισέλθουν
και να την
καταλάβουν μικρά απειλητικά
αντικείμενα όπως: καπάκια από
στυλό, μύτες μολυβιών
ή μικρά ξυλαράκια
απ’ το τζάκι…Δεν
είναι ένα σώμα
σιωπηλό, είναι ένα
σώμα που απαντά
στο: "Πρόσεχε, μη μου
πάθεις κάτι, αγάπες
μου!". Ο Άλλος
φαίνεται ότι θέλει
να την καταβροχθίσει
από αγάπη, να
την ενσωματώσει και
να αναπαραστήσει ξανά
το "διπλό" που του λείπει.
Το
σημαίνον "αγάπες" είναι
διαποτισμένο από υπεραπόλαυση.
Ο μητρικός Άλλος
που το εκφέρει
χάνει τη θέα
του παιδιού…Είναι μια
υπερβολή που γεμίζει
το κενό και
τότε το φράγμα
ανάμεσα στη γλώσσα
και στην απόλαυση
καταρρέει…Η φαντασίωση είναι
αιχμαλωτισμένη σ’ αυτή
την σαγηνευτική εικόνα
που προβάλλεται συνεχώς
μπροστά της μητέρας: οι
δύο δίδυμες κυλιούνται
χαρούμενες στο γρασίδι
σε μια σχολική
εκδρομή, λίγες μέρες
πριν τον απρόσμενο
θάνατο της μιάς…Αυτό
το φαντασιακό επίπεδο
που σχετίζεται με το οπτικό
πεδίο και την
κατοπτρική σχέση έχει
και ένα τίμημα: όταν
βρίσκεσαι στη θέση
του άλλου, όταν
χτυπάει θα κλαίς
κι εσύ ή
όταν επιθυμεί κάτι
θα το θέλεις
κι εσύ…
Η Dolto έλεγε ότι
όταν ένα παιδί
χτυπάει πχ στο
τραπέζι νομίζει ότι
το τραπέζι είναι
κακό και περιμένει
από το τραπέζι
να το παρηγορήσει
που πόνεσε χτυπώντας
πάνω του καθώς
προβάλλει σ’ αυτό
μια εικόνα του
σώματος. Όταν μεσολαβήσει
ο λόγος του
Άλλου θα διαχωρίσει
πρόσωπα και πράγματα.
Αργότερα χτυπάει και
χαϊδεύεται μόνο του.
Έχει μεταβιβάσει στο
χέρι του την
δυνατότητα να παρηγορεί.
Αν όμως δεν
μπορεί να καθρεφτιστεί
στον άλλον τότε
μπορεί να "χαθεί" στον
καθρέφτη…
Το
βλέμμα του μητρικού
Άλλου ακινητοποιεί το
αντικείμενό του για
να το κάνει
ορατό. Τι είναι
αυτό λοιπόν που
τρομάζει τόσο πολύ
την μικρή; Είναι
ότι υπάρχει η
αντίθεση ανάμεσα στην
πραγματική ζωή που
κινείται και σ’
αυτό το βλέμμα
που μπορεί να
δεί τα αντικείμενα
"νεκρά". Τότε συμβαίνει
ένα παράδοξο και
ξεπερνιέται για λίγο
το όριο που
χωρίζει τους νεκρούς
από τους ζωντανούς.
Δεν είναι μόνο
ότι αυτό που
είχαμε πάρει για
ζωντανή ύπαρξη γίνεται
μια νεκρή-μηχανική κούκλα
αλλά κυρίως η
ανακάλυψη πως ότι
νομίζαμε για νεκρό (κάτι,
δηλ, που είναι
στη θέση του,
εκεί που το
τοποθετήσαμε) κινείται ξαφνικά
και μιλάει…Όταν η
θέση της έλλειψης
δεν είναι προφυλαγμένη
για ένα υποκείμενο
τότε η κατοπτρική
του εικόνα συνήθως
καθηλωμένη στον καθρέφτη
αποσπάται και γίνεται
η εικόνα μιας
διπλής αυτονόμησης χωρίς
αγκυροβόλιο, γίνεται η
πηγή της αγωνίας
ή του τρόμου.
Τελικά
τι βλέπουν τα
μάτια μας και
τι αφήνουμε να
γίνει ορατό;Το βλέμμα
μας ελέγχει την
κατάσταση ή είναι
συγχρόνως ορατή η
αδυνατότητά του, τα
όρια αυτού του
βλέμματος που μας
περιορίζουν στον ρόλο
του παθητικού μάρτυρα
μιας σκηνής που
πρόκειται να εξελιχθεί;
Στην
ιστορία του τέλος
των ημερών της
συγκομιδής ο Κάιν
φέρνει τους καρπούς
της γής ως
προσφορά στον Γιαχβέ
και ο Άβελ
είναι εκείνος που
φέρνει τις πρωτότοκες
των προβάτων και το λίπος
τους δηλαδή, ότι
πιο περιττό αλλά
και την αφρόκρεμά
τους... Εδώ ακριβώς
συναντάμε το πρώτο
αίνιγμα: ο Γιαχβέ δέχεται
την προσφορά του
Άβελ και όχι
του Κάιν. Ο
Κάιν οργίζεται πολύ
και η όψη
του πέφτει.
Ο Γιαχβέ
λέει στον Κάιν: "Γιατί αυτό σε
καίει, γιατί οι
όψεις σου έπεσαν;" Το ερώτημα έρχεται
αναπάντεχα όχι από τον
Κάιν αλλά από
τον Γιαχβέ. Ο
Κάιν δεν είναι
παρών στην προσφορά
του. Οι καρποί
της απόλαυσης που
δίνει είναι της
γής˙δεν αναγγέλουν την
παρουσία του αλλά
τη μη ύπαρξή
του. Το μοναδικό
που παρουσιάζεται δικό
του είναι οι
"όψεις" του προσώπου
του (περιστροφές: στα
εβραϊκά ο άνθρωπος
έχει πολλά πρόσωπα
ανάλογα με το
προς ποιόν στρέφεται)
που πέφτουν στο
άκουσμα της άρνησης.
Ακολουθεί
το δεύτερο αίνιγμα׃ "Αν αποδώσεις καλό,
ανύψωση, αν δεν αποδώσεις
καλό στο άνοιγμα
ένα σφάλμα ελλοχεύει.
Προς εσέ ο
πόθος του, εσύ
θα το κυβερνήσεις". Σ΄
αυτό το "πέρασμα" συναντάμε
ξανά τα μυστηριώδη
σημαίνοντα των παραμυθιών: το άνοιγμα
της πόρτας, το
"αν δεν" σαν
συνθήκη απόλαυσης που
μπορεί να παρερμηνευθεί
και να εκληφθεί
καλά ή άσχημα
και ένα "πέρασμα" που μπορεί
να έχει μια
διπλή ανάγνωση: πέρασμα στην
πράξη ή πράξη
του περάσματος δηλαδή
μια "πράξη του
λόγου". Το πέρασμα στην
πράξη που "δεν
θέλει κάτι να
πεί" έχει να
κάνει με την
απόλαυση ή με
ένα "δεν αντέχω
άλλο", με μια
αδράνεια της φαντασίωσης.
Υπάρχει μια χρονική
στιγμή που εκδηλώνεται…
Στη Βίβλο είναι
η στιγμή που
ένα "σφάλμα" κάτι
θέλει να πεί…Είναι
η στιγμή που ο Κάιν
δεν μπορεί να
συμβολοποιήσει ούτε να
παραβολοποιήσει αυτή την
άρνηση. Δεν μπορεί
να διηγηθεί κάτι
σχετικά μ’ αυτήν
στον εαυτό του.
Βρίσκει τον τόπο
όπου ο λόγος
καταρρέει και όταν
είναι στον αγρό: ο
Κάιν σηκώνεται κατά
του Άβελ, του
αδερφού του. Τον
σκοτώνει. Η ψευδαισθητική
απόλαυση στον τόπο
του Άβελ είναι
ένα πραγματικό εμπόδιο
για κάθε συμβολική
διαμεσολάβηση του λόγου
του Γιαχβέ.
Η
φράση του εκκλησιαστή׃ "Ματαιότης,
ματαιοτήτων τα πάντα
ματαιότης" αντιστοιχεί στο
όνομα Άβελ: είναι αυτό
το μάταιο, μια
πνοή, ένας ατμός,
μια άχνα… το
σχεδόν τίποτα που
καταφέρνει να περάσει
μέσα από την
παραβολή εκείνου που
δεν έχει συμβολοποιηθεί. Είναι
αυτή η απειροελάχιστη αντιστροφή
των ονομάτων που
κάνουν το "πέρασμα
στην πράξη": σκοτώνω και
προσφέρω, μια "πράξη
του περάσματος": ανυψώνω και προσφέρω.