PHOTO BY GIAN PAL(33) |
«απόσπασμα
βιβλίου»
Ζείτε σε μια
γιγαντιαία προσομοίωση πραγματικότητας,
όπως θα έλεγε και ο Jean
Baudrillard.
Ποια πραγματικότητα προσομοιώνει η
προσομοίωση; Καμία. Απλά βλέπετε σε
απευθείας μετάδοση την αναπαραγωγή
μιας μετέωρης απειλής που εισάγει στην
σφαίρα της ψύχωσης. Οι εντολές διογκώνουν
την παράνοια.
«για να μην
πεθάνετε, θα πεθάνετε!»
Οι άνθρωποι
μπαίνουν στους τάφους για να μην πεθάνουν!
Όσο πιο πολύ τους φοβίζουν με τον θάνατο
άλλο τόσο χώνονται βαθιά μέσα στους
οικογενειακούς τάφους τους για να
προστατευτούν από τον θάνατο. Τα σπίτια
γίνονται θήκες και περιβλήματα των
ανθρώπων-όπως λέει και ο Walter
Benjiamin-που
εφαρμόζουν μέσα τους μαζί με όλα τους
τα εξαρτήματα. Γίνονται οι ίδιοι η
μόλυνση, ο παρανο-ιός, τα θερμόμετρα, οι
μάσκες, τα γάντια και τα απολυμαντικά.
Η πρόληψη σκοτώνει. Έχουν χάσει τα χέρια
τους, την μύτη τους, το στόμα τους, δεν
βλέπουν, ούτε ακούν και εκφράζονται
μόνο με τα ανακλαστικά τους.
Ο φόβος τους
παραλύει. Χτυπούν από απόσταση όποιον
περιπλανιέται άσκοπα…
Δεν είναι πια
μόνο το τέλος της απόλαυσης αλλά και το
τέλος της περιπλάνησης. Μόνο που αγνοούν
αυτό που φαίνεται ψυχαναλυτικά στα
μάτια μου. Αγνοούν ότι στα μέρη του
σώματός τους που αποκλείστηκαν με διπλό
αποκλεισμό (ψυχοσωματικό) θα βγουν
τερατώδη συμπτώματα που ήδη τα περιμένουν
οι διαχειριστές συμπτωμάτων να σκάσουν
μύτη με τα μαχαιροπίρουνα ανά χείρας.
Έχουν πείσει
τους υποψήφιους ασθενείς ότι ο καθένας
είναι ύποπτος φορέας κάθε νόσου και
κάθε μαλακίας και έτσι του φορτώνουν
τόνους ενοχής κλείνοντάς τον φυλακή
στα θερμοκήπια του φόβου.
Σεμνοταπεινοδιαβάτες
με ατσάλινες ματιές διασχίζουν τετράγωνα
ασύλου με χειρουργικές μάσκες να
κρέμονται από τα αυτιά τους. Κάποιον
κακομοίρη κατακρεούργησαν στο χειρουργικό
τραπέζι της τραπεζαρίας τους αλλά δεν
θυμούνται ποιον. Οι διαδρομές τους είναι
περιορισμένες. Πάνε πέρα-δώθε σαν
τρόφιμοι ενός τεράστιου Ψυχιατρείου
που σε κάθε τετράγωνο έχει και από ένα
υποκατάστημα.
Ένας
τρεμάμενος ανθρωπάκος αφήνιασε. Βρήκαν
στον πάνω όροφο της δουλειάς του ένα
Κρούσμα παρανο-ιού και τους απολύμαναν
όλους μαζί με το κτίριο, με μάνικες. Όταν
γύρισε σπίτι του δεν έφαγε, ούτε κοιμήθηκε.
Πήρε μια καρέκλα και την έβαλε παράμερα
από όλους.
«μην με ακουμπάτε!»
«μην με κοιτάτε!»
Το μυαλό του
σκάναρε βιαστικά ποιους είδε στην
διάρκεια της μέρας τσεκάροντας νοερά
αν μέσα σε αυτούς ήταν και το Κρούσμα
του πάνω ορόφου. Μέχρι να δει το Κρούσμα
σε αφίσα ενός μέτρου κόντευε να τρελαθεί.
Την επόμενη μέρα στη δουλειά του μίλησαν
πέντε άτομα από απόσταση αναπνοής. Τους
είδε τρέμοντας σαν Κρούσματα και μάλιστα
πέντε! Ξέφυγε… Βγήκε στον δρόμο και
άρχισε να ουρλιάζει «πιάστε τους!».