Τα χαπάκια
βγαίνουν από τις τσάντες για να είναι
σε ετοιμότητα στα χέρια ανά πάσα στιγμή.
Ο φόβος παραμονεύει μια που είναι η
βασική παρενέργεια των αντικαταθλιπτικών
και των ψυχοφαρμάκων. Όχι ο οποιοσδήποτε
φόβος αλλά ο φόβος ότι θα φοβηθείς…Σου
μπαίνει η ιδέα
που δεν είχες ποτέ πριν και η διάγνωση
βγαίνει απευθείας. Σε λένε ψυχαναγκαστικό
με έμμονες ιδέες. Προμηθεύεσαι τα χαπάκια
σου σαν πολεμοφόδια σε μια μάχη χωρίς
φανερό εχθρό και βγαίνεις στη νέα αγορά
συμπτωμάτων τελείως ξεβράκωτος στα
αγγούρια.
«Ποιος σε
φοβίζει;»
«Ποιος σου είπε
ότι θα φοβηθείς;»
Αυτές οι ερωτήσεις
ούτε καν λέγονται πια. Υπάρχει κίνδυνος
να ξυπνήσεις και να ανακαλύψεις την
απάτη του νέου συμπτώματος που σου
κατασκεύασαν για να ξεχάσεις με το ζόρι
τρείς βασικές συντεταγμένες: α)
Ποιος είμαι (το φύλο σου με
σάρκα-οστά-ψυχή-πνεύμα) β)
Που είμαι; (τον χωροχρόνο σου)
γ) Πως είμαι; (την ασυνείδητη
εικόνα του σώματός σου που δεν τα βρίσκει
με την τρεμάμενη εικόνα σου στον καθρέφτη
της παραγωγής του εικονοφαντασιακού
σώματος μέσα στο οποίο σε εγκλώβισαν).
Αντί για άνθρωπος με αυτόνομο βάδισμα
και βλέμμα που δεν βλέπει την μέλλουσα
κρίση στο κάθε βήμα του, σε κατάντησαν
κινούμενη φαρμακαποθήκη με χέρια
κουμπαράδες και πόδια ακρίδας που
πασχίζουν να είναι λειτουργικά και να
μην διαμελιστούν ξαφνικά. Όλα πια
παράγουν πόνο και ο πόνος παράγει φόβο
ότι θα πονέσεις και ο φόβος παράγει τον
πόνο ότι μια που σου συνέβη μια φορά θα
σου ξανασυμβεί κι εσύ αναπαράγεις τον
φαύλο κύκλο του «φοβάμαι ότι θα φοβηθώ»
με την ευλογία του κάθε θεραπευτή σου
που πιστεύει στο χρέος προς τα μνημόνια
του πόνου και του φόβου ενώ απωθεί την
πίστη προς την έξοδο. Το κεφάλι δεν
στέκει πια καλά στον αυχένα, τα χέρια
συστρέφονται και σε μουτσώνουν οι
παλάμες, τα πόδια κλωτσάνε από μόνα
τους, τα χείλη λένε «ναι…όλα καλά…»
και τα φρύδια ανασηκώνονται γνέφοντας
«όχι!...σκατά είναι όλα…» κι εσύ δεν
ξέρεις γιατί φοβάσαι ότι θα φοβηθείς…
photo gianpal333 |
Αντί να «βγάλεις
γλώσσα» δαγκώνεις την γλώσσα σου και
την καταπίνεις και νιώθεις ότι πνίγεσαι.
Τυλίγεσαι στα μπράτσα σου και φοβάσαι.
Θέλεις κάποιον να σε πάει βόλτα, να σε
τρέφει, να σου κρατάει το χεράκι και όλο
επιστρέφεις στην εμβρυακή ζωή σε μια
μήτρα που πια δεν σε χωράει. Ίσως θα
έπρεπε να ακούσεις τι μου είπε η τρίχρονη
μικρούλα σε ένα σεμινάριο παραμυθοχώρας
όταν είπα στα παιδιά:
«Ο πρίγκιπας
έχασε τον δρόμο του μέσα στο δάσος και
φοβόταν όταν…»
«Κυρία Σώθη;»
σηκώνει η μικρή το χεράκι της μπροστά
στο ύψος των ματιών μου για να με διακόψει.
Έχει κάτι σπουδαίο να μου πει…
«Νήπως, λέω
νήπως…τον είχε αιχμαλωτίσει η κακιά
μάγισσα;…»
«Ακριβώς! Μικρή
μου…αυτήν την αιχμαλωσία απωθούν τα
ενήλικα παιδάκια και σαγηνεύονται από
τον ίδιο τους τον φόβο αλλά εσείς δεν
είσαστε αθώα όπως αυτά. Εσείς ξέρετε να
αποφεύγετε τις παγίδες της κακιάς
μάγισσας…»
«Κυρία Σώτη;»
παίρνει τον λόγο ένας πεντάχρονος που
αρθρώνει καλύτερα τις λέξεις του. «Ο
πρίγκιπας δεν είναι αθώος…ο βασιλιάς
είναι αθώος που σημαίνει ότι δεν είναι
έπσυπνος!»