Δεν ακούνε πια
ούτε οι ψυχίατροι τον ασθενή τους, που
είναι κτήμα τους, ούτε οι ψυχαναλυτές
τον αναλυόμενό τους. Οι μεν τον ταξινομούν
σε ένα κλειστό κύκλωμα διαταραχών, σε
μια «Ιερή Βίβλο» σαν εγχειρίδιο
ψυχιατρικής και οι δε τον εντάσσουν σε
δομές νεύρωσης-ψύχωσης και τον συμβιβάζουν
με το σύμπτωμά του. Κάπου στα μισά του
δρόμου τους συναντιούνται και η ψυχανάλυση
συγχωνεύεται με την ψυχιατρική. Ο
αναλυόμενος γίνεται «ασθενής-πελατάκι»
και υπακούει, λατρεύει, κοινωνεί των
αχράντων μυστηρίων της φαρμακοθεραπείας,
αποδέχεται την κατάταξή του στη χορεία
των αναξιοπαθούντων και δεν προσδοκεί
καμιά ανάσταση νεκρών. Το μόνο που
επιθυμεί πια είναι η καταστολή της
επιθυμίας του. Να τον αφήσουν ήσυχο στη
νέκρα του και την ορφάνια του.
Πως φτάσαμε
μέχρι εδώ;
Στο Σεμινάριο
Sinthome
(1975-76) του Lacan
προηγείται με διαφορά το αυτί! Καλά
ακούσατε… α)Το
αυτί, β) το
μάτι και γ) το
παράγωγό τους που είναι το κλειστό
στόμα. Για να σας το φέρω στα πλαίσια
των λακανικών μαθημίων είναι:(S1+S2=a).
Δηλαδή αν συνδέσετε το S1(το
σημαίνον που αντιπροσωπεύει το υποκείμενο
για ένα άλλο σημαίνον) με το S2
(όπου βρίσκεται το τέχνασμα
του συνθώματος) θα έχετε ένα παράγωγο
απόλαυσης που είναι το «μικρό αντικείμενο
α». Όπως ίσως βλέπετε, το «αντικείμενο
μικρό α» δεν είναι το «αντικείμενο-αίτιο
επιθυμίας» αλλά δυστυχώς μαρκάρει απλά
τον τόπο μιας απόλαυσης. Λέω δυστυχώς
γιατί πολλές γενιές ψυχαναλυτών
νανουρίστηκαν με μια επιθυμία της
επιθυμίας για αυτό το «μικρό αντικείμενο
α» που ήταν μόνο το Υπερπραγματικό μιας
Υπεραπόλαυσης.
Η Γένεση (Βίβλος)
όμως έχει άλλη άποψη. Αντίθετα από την
λακανική ακουστική του σημαίνοντος, η
σημαίνουσα σειρά είναι η εξής:
α) μάτι, β)
αυτί και γ)
στόμα ανοιχτό ή μισάνοιχτο. Και μάλιστα
το καθένα από τα τρία υποδιαιρείται
χωρίς να τραυλίζει μια μισή-αλήθεια. Θα
σας έλεγα με το χέρι στην καρδιά ότι η
ψυχανάλυση ξεκινάει από την Γένεση στην
Βίβλο. Αυτή είναι η απαρχή της και όχι
ο μύθος του Οιδίποδα και τα οιδιπόδεια
τριγωνάκια μέσα στα οποία στριμώχνονται
οι άνθρωποι και χάνουν τις αναλογίες
και την επιθυμία τους.
Το «αυτί» στις
εφαρμοσμένες ψυχαναλύσεις και
ψυχαναλυτικές-ψυχοθεραπείες, σημαίνει
«στήνω αυτί» στον πόνο του άλλου και
κρύβομαι πίσω από ντιβάνια και φωτιστικά
δαπέδου ντυμένα με παριζιάνικα υφάσματα
για να μην βλέπω και να μην με βλέπουν.
Αυτή η απουσία βλέμματος κάνει το βλέμμα
πανοπτικό. Αντί να το εξαφανίζει, το
πολλαπλασιάζει και το κάνει διαθέσιμο
αυτί που ακούει «σαν να βλέπει»
διεισδυτικά. Που είναι ο ιχνηλάτης
ψυχαναλυτής που ακολουθεί τα ίχνη του
αναλυόμενου στον λόγο του και δεν τον
προσαρμόζει στο δικό του θεωρητικό
μοντελάκι; Που είναι ο
ψυχαναλυτής που ακούει χωρίς να κρυφακούει
πίσω από ψυχαναλυτικά ντιβάνια βουβός,
τυφλός και με χρόνια αλαλία; Συνήθως
ζαρώνει στην γωνιά της αυθεντίας του
και αποφεύγει το βλέμμα του αναλυόμενου
σαν να έχει μολυσματική ασθένεια.
Το Φαντασιακό,
το Συμβολικό, ακόμα και το Πραγματικό
έχει πάει περίπατο. Στη θέση του
καθρεφτάκια, προβολές, συνταγές, αυθεντίες
των δήθεν ειδικών και ξύλινη γλώσσα
νοσογραφίας παίζουν μπάλα.
Ένα αριστοτελικό
ακίνητο κινούν. Μια παντοδυναμία της
αδράνειας! Όπως έστρωσες, έτσι θα
κοιμηθείς ή εκεί που σε κατέταξαν
διαγνωστικά, εκεί θα μείνεις. Από εδώ
αρχίζει μια διαστροφική απόλαυση που
βγάζει πλοκάμια ομφάλιου λώρου. Ο
μεταμοντέρνος-Αδάμ και η μεταμοντέρνα-Εύα,
ως κακοπαθημένα ασθενικά παιδάκια,
μπορούν να φτάσουν στα πέρατα της γης
με έναν ελαστικό λώρο δεμένο στη μέση
τους σαν λάστιχο αλλά δεν μπορούν να
επιθυμήσουν και να ζήσουν.
Τίποτα!
Απλώς το ζεύγος
«νίπτει τα μάτια του» αντί για το «νίπτει
τας χείρας του» του Πιλάτου και τα
αποστρέφει από τον τόπο του εγκλήματος.
Το ίδιο έκαναν και οι επίγονοι του Lacan
και του Freud.