Το λακανικό Πραγματικό
δεν είναι εξωτερικό του Συμβολικού αλλά
το καθιστά "μη-Όλο" από μέσα. Το
ακατανόμαστο είναι εγγενές στο ίδιο το
Όνομα. Το πέρασμα από το όριο της ονομασίας
είναι το πέρασμα από το εξωτερικό στο
εσωτερικό. Μια συστροφή των ενορμήσεων
προς τα μέσα. Αν θεωρήσουμε το "μη-Όλο"
ως την εικόνα του Τριαδικού Θεού, θα
έπρεπε να εξί-σταται και στην εικόνα
του ανθρώπου (Αδάμ) ως αρσενικό και ως
θηλυκό. Όχι το "Όλο" ως αρσενικό
και το "μη-Όλο" ως θηλυκό (τύποι
σεξοποίησης: Lacan) που
ακολουθεί πιστά και ο Zizek.
Εκτός αν η διάκριση του αρσενικού και
του θηλυκού μη-Όλου αντανακλά στο ίδιο
το υποκείμενο. Τότε η
Εύα, η
τραβηγμένη από
την πλευρά
του Αδάμ
καθώς εκείνος
κοιμόταν, θα
ήταν ο
vanishing mediator σε σχέση
με τον Αδάμ
(άνθρωπο).Ο
Zizek αναφέρει ότι:
“…for Lacan, subject as such is hysterical, it is, at its most
basic level, sexed as feminine”1.
Αν είναι μόνο το θηλυκό φύλο υποκείμενο
του λόγου του τότε το αρσενικό αποκλείεται
σε ένα κλειστό τοπολογικό σύνολο με μια
εξαίρεση. Στην αρσενική πλευρά, κατά
την λακανική ψυχανάλυση, υπάρχει το
εξής: α) κάποιο Χ που δεν υπόκειται στο
κύριο σημαίνον και β) κάθε Χ υπόκειται
στο κύριο σημαίνον. Στην θηλυκή πλευρά
υπάρχει το εξής: α) Δεν υπάρχει κάποιο
Χ που να εξαιρείται από το κύριο σημαίνον
και β) δεν υπόκειται κάθε Χ στο κύριο
σημαίνον. Το αδιέξοδο είναι προφανές.
Ποιο είναι λοιπόν το simulacrum
του καρπού; Είναι η σύγχυση αρσενικού
και θηλυκού (κακόκαλο) ως θεϊκή θηλυκότητα
με δύο όψεις: α) ως αιώνια επιστροφή του
ομοιώματος της θεάς Γαίας σε ένα κήπο
της Εδέμ και β) ως όψη Μέδουσας που
αποπνέει μια πετρωμένη ανησυχία. Είναι
η αίσθηση ότι δεν μπορείς να ξεχωρίσεις
το καλό από το κακό της ολικής γνώσης
γιατί όλα φαντάζουν «ως Καλό» σε ένα
απέθαντο αιώνιο παρόν που εικονίζει το
«ως Θεοί».
Ο Lacan
αναφέρει:"…the word strives
to reduce the woman to subjection, namely, to make of her something
from which one expects signs of intelligence, if I can put it this
way. But naturally, we are not dealing with any real being here, to
say the word, the woman on this occasion, as this text is designed to
prove, the woman, I mean the woman in herself, the woman as if one
could say all the women-the woman-I insist, who does not exist-is
precisely the letter. The letter, in so far as she is the signifier
that there is no Other"2.
Στην περίπτωση της Θεοτόκου πάντως
η Παρθένος δεν είναι το γράμμα. Είναι ο
αποδέκτης της επιστολής του Αρχαγγέλου
και το παράδοξο του μυστηρίου που
εκτυλίσσεται είναι ότι καλείται όχι
μόνο να την διαβάσει αλλά να ενσαρκώσει
και τον Λόγο της. Η Ενσάρκωση του Λόγου
του Θεού και η ενσάρκωση του λόγου του
υποκειμένου του ασυνειδήτου σε μια
πράξη του λόγου, είναι ένα Συμβάν και
για το αρσενικό όπως και για το θηλυκό
φύλο. Είναι το
“αληθινό-Συμβάν”.
O Zizek αναγνωρίζει ότι
σε ένα αληθινό Συμβάν, το κενό της
ενόρμησης θανάτου, της ριζικής
αρνητικότητας, του χάσματος στην τάξη
του Είναι συνεχίζει να αντηχεί. Δεν
αναγνωρίζει όμως το παράδοξο του
ενσαρκωμένου “αληθινού-Συμβάντος”
και πέφτει στην διαλεκτική του αναδίπλωση.
Ακόμη και η ενόρμηση πηγάζει από τις
ενορμητικές οπές του σώματος. Υπάρχει
ακέφαλη ενόρμηση θανάτου αλλά δεν θα
συναντήσουμε ασώματη ενόρμηση. Η ακέφαλη
ενόρμηση θανάτου σε ωθεί να μην αφήσεις
ίχνη. Άλλωστε υπάρχει ενόρμηση θανάτου
που δίνει ζωή και ενόρμηση θανάτου που
είναι θανατηφόρα και οδηγεί στο απέθαντο
των ζωντανών-νεκρών.
Το “αληθινό-Συμβάν”
δεν είναι ένα ακόμη σωματοσυμβάν της
τάξεως του συμπτώματος που καμπυλώνει
απλώς τον χώρο του Είναι. Ούτε συμπίπτει
με την εγγραφή του στην τάξη του Είναι
ως μια απλή τομή, ένα χάσμα, και τίποτα
περισσότερο. Καθησυχάζουμε το «Τίποτα»
της αγωνίας μας με αυτή την καμπύλη που
δεν καμπυλώνει τον χώρο αλλά είναι απλώς
το επιτέλεσμα της καμπυλότητάς του. Δεν
ξεφεύγουμε από την πολλαπλότητα της
οντολογικής μας ύπαρξης μόνο με το
οντολογικό χάσμα που διαχωρίζει το Ένα
από τον εαυτό του. Υπολείπεται κάτι
ακόμα. Η ελευθερία του υποκειμένου του
ασυνειδήτου ως αναδρομική πράξη του
λόγου του. Δεν μπορεί όμως να ιδωθεί
καμιά πράξη του λόγου που να συνιστά
διέλευση της φαντασίωσης όταν κι αυτή,
κατά τον Zizek, είναι μια
κωμικοτραγική απόλαυση του ίδιου του
συνθώματος: “First, Lacan’s
mature theory
(part of which
is the notion
of sinthom) is
not tragic but
comic; it
involves a shift
from the tragedy
of desire to
the comedy of
drive: “in
traversing the
fantasy”, one
learns to enjoy
one’s
sinthom”3.
Πως θα συμβεί λοιπόν η έξοδος στην έρημο
του Πραγματικού ή στην Γη της Επαγγελίας
όταν η μόνη έξοδος είναι η ψευδαίσθηση
της απόλαυσης του συμπτώματος (συμβιβάσου
με το σύμπτωμά σου!) ή του συνθώματος;
Όταν τα πάντα έχουν
ήδη συμβεί βρισκόμαστε μπροστά στο
τέλειο έγκλημα το οποίο δεν αφήνει ίχνη
Συμβάντος. Στη διαφάνεια του κακού, η
διαφάνεια είναι το κακό4.
Το «πάντα» είναι ήδη εδώ. Έχει ήδη συμβεί
όπως και το «τίποτα». Ο τόπος του
εγκλήματος είναι οι επιπτώσεις του
simulacrum που ξεδιπλώνονται
στην ίδια την υλικότητα του σημαίνοντος.
Η εικόνα του ομοιώματος δεν μπορεί να
εικονίσει το Πραγματικό γιατί είναι η
ίδια η εικόνα του το Πραγματικό. Το
τέλειο έγκλημα είναι η σύγχυση Φαντασιακού
και Συμβολικού σε μια αδιαίρετη
ισοδυναμία. Δολοφονείται η πραγματικότητα
και εξαφανίζεται το ίδιο το Πραγματικό
που δεν παύει όμως να επανέρχεται διαρκώς
στην ίδια θέση. Ποιος το σκότωσε; Δεν
υπάρχουν ούτε κίνητρα ούτε δράστες.
Μόνο δράσεις. Το σώμα του Πραγματικού
δεν βρέθηκε ποτέ. Το μόνο ζωντανό ίχνος
του είναι «η αγωνία για το τίποτα» που
φέρει το όνομα του υποκειμένου του
ασυνειδήτου. Το υποκείμενο καθώς
ακροζυγιάζεται στον ίλιγγο του κενού
του και φέρει το ζωντανό ίχνος του
«Τίποτα» ως σημάδι του Κάιν στο μέτωπό
του, είναι πολύ κοντά στο να διαπράξει
ή ήδη διέπραξε το τέλειο έγκλημα: «να
μην πει τίποτα για τον θάνατο του Θεού
στην χώρα του simulacrum».
Το τέλειο έγκλημα που
δεν αφήνει ίχνη είναι το ομοίωμα του
Καλού. Το ιδεώδες μοντέλο του αδιαίρετου
και αδιαφοροποίητου (ως Θεοί) από το
οποίο όλα τα αρνητικά ίχνη έχουν
ελαχιστοποιηθεί. Αυτό μπορεί να ονομασθεί
ως «Όλο». Κατά αυτόν τον τρόπο ο άνθρωπος
ψάχνει να κατασκευάσει το απέθαντο
διπλό του. Να βρει καταφύγιο σε μια
αναδιπλασιασμένη «μήτρα-καταφύγιο». Η
διαστροφική απόλαυση αναπαράγει μια
θηλυκή μασκαράτα της ύπαρξης που
καταναλώνει το αντικείμενο «ως Θεοί»
αφού πρώτα καταναλώσει την Ιδέα της
σχέσης αντικειμένου. Η προσομοίωση του
«πιο Θεοί από τους Θεούς» υπερδιπλασιάζει
την ομοίωση ενώ ταυτόχρονα την καταργεί
συρρικνώνοντας τον χρόνο στην στιγμή
της ψευδαισθησιακής απόλαυσης του
«Τώρα!». Ο πραγματικός χρόνος όμως είναι
του μη τετελεσμένου μέλλοντα της εβραϊκής
γραμματικής. Θραύσματα λέξεων από το
παρελθόν σωριάζονται μπροστά μας ενώ
το μέλλον έρχεται από πίσω μας.
«Υπάρχει ένας πίνακας
του Κλέε που ονομάζεται Angelus
novus. Απεικονίζει έναν
άγγελο που μοιάζει έτοιμος να απομακρυνθεί
από κάτι στο οποίο έχει προσηλωμένο το
βλέμμα. Τα μάτια του είναι γουρλωμένα,
έχει μείνει με το στόμα ανοιχτό, τα φτερά
του είναι απλωμένα. Έτσι πρέπει να
μοιάζει ο άγγελος της ιστορίας. Έχει το
πρόσωπο στραμμένο προς το παρελθόν.
Ό,τι σε εμάς εμφανίζεται ως αλυσίδα
συμβάντων αυτός το βλέπει ως μια μοναδική
καταστροφή που σωρεύει ακατάπαυστα
ερείπια επί ερειπίων και του τα ρίχνει
στα πόδια. Ο άγγελος θα ήθελε να σταθεί,
να αναστήσει τους νεκρούς και να
επανενώσει τα συντρίμμια αλλά μια
καταιγίδα φυσά από τον Παράδεισο, που
έχει παγιδευτεί στα φτερά του, και είναι
τόσο ισχυρή που ο άγγελος δεν μπορεί
πια να τα κλείσει. Η καταιγίδα τον
σπρώχνει ασυγκράτητα στο μέλλον, στο
οποίο έχει στραμμένα τα νώτα, ενώ μπροστά
του ο σωρός των ερειπίων μεγαλώνει ως
τον ουρανό. Ό,τι ονομάζουμε «πρόοδο»
είναι αυτή ακριβώς η καταιγίδα»5.
1
Slavoj Zizek and John Milbank, the
Monstrosity of Christ, Paradox or Dialectic? (London:
Edited by Creston Davis, 2009) p.245.
2
Jacque Lacan, Seminar XVIII, on a
discourse that might not be a semblance
(Translated by Cormac Gallagher from unedited French manuscripts, 17
March 1971) p.127.
3
Ibid., p.245.
4
Jean Baudrillard, The Perfect Crime,
Translated by Chris Turner (London:
Verso, 1996) p.1.
5
Βάλτερ Μπένγιαμιν, Για την έννοια της
ιστορίας, Ο Πολίτης 43 (21 Νοεμβρίου
1997) σ. 32-39.
photo gianpal333 |