Η
γλώσσα άνοιγε και δεν ήξερε τι έλεγε…
Έρωτες στο σεληνόφως, περικοκλάδες στα
μπαλκόνια, γιασεμιά στα παραθύρια
παραληρούσαν για να μαραθούν άδοξα με
σκοπό τον γάμο και την δημιουργία
οικογένειας, όπως λένε στα συνοικέσια.
Τις βίαζαν, τις άνοιγαν, τις έκλειναν
και εκείνες έπλεναν, καθάριζαν, σιδέρωναν
και έραβαν νύχτα-μέρα τα πονάκια της
επόμενης μέρας. Με πόνο έτρεφαν τον
άντρα τους και τα παιδιά που του γεννούσαν.
photo gianpal333 |
«Ώχ! Το κεφάλι
μου, με μούρλανε!»
«Και
εμένα η ρημάδα η μέση μου, δεν μπορώ να
σηκωθώ!»
Σαράβαλα
που κρατούν από τα αρχίδια τον άντρα
τους για να μην τα μπλέξει με καμιά
μικρούλα. Δεν φτάνει που τους έκοψαν
τον ανθό και τους μάραναν το φύλο; Τώρα
θα τους πηδήξουν και αυτές με τον υστερικό
εκβιασμό της αρρώστιας και του πόνου.
Όπου και αν τις πιάσουν πονάνε και πρέπει
να τρέξουν για δαύτες στους γιατρούς!
Δυο
σφιχτοί κότσοι στον αυχένα, ένας σε κάθε
κεφάλι, τους προκαλούν χρόνιους
πονοκεφάλους. Καμιά δεν βλέπει την
αναγκαστική, λόγω αχρησίας, μετακόμιση
της μήτρας στο κεφάλι που πονάει. Ο
κόσμος το’χει τούμπανο κι αυτές κρυφό
καμάρι. Ο χαμένος και ανεκπλήρωτος
οργασμός έγινε πόνος που σκαρφάλωσε
στον αυχένα ή κατηφόρισε κατά τη μέση.
Σαν κοριτσόπουλα χαχανίζουν νευρικά
όταν ένα λάστιχο χύνει ξαφνικά νερό ή
μια αφίσα τυλιγμένη σε ξύλινο κοντάρι
κρατιέται όρθια ανάμεσα σε δυο μπούτια
σαν καβλί. Η ζωή τους, μια ευθεία γραμμή
με σκοπό τον γάμο και την δημιουργία
οικογένειας έπεσε σε τοίχο και από την
πρόσκρουση διαλύθηκαν σε διακεκομμένα
δάκρυα που στάζουν στα φουστάνια και
στις απλωμένες στο σχοινί κιλότες τριών
τετάρτων. Το κέρδος είναι μικρό. Κανένα
κουτσούβελο κι ένα όνομα οικογενείας
που αναπαράγεται χωρίς λόγο μαζί με ένα
επίθετο.
Που είναι ο
έρωτας;
Πουθενά…
Πότε αγαπήθηκαν;
Ποτέ…
Γιατί δεν
πεθαίνουν τότε;
Γιατί δεν έζησαν…