Ο μύθος
του νευρωτικού και η πράξη του λόγου
της αγάπης
Τι είναι ένας
μύθος; Να είναι άραγε ένα πρωταρχικό
ψεύδος, μια συμβολική κενή χειρονομία
που ίσως μας καθορίζει; Άλλες φορές
φαίνεται σαν ένα κάλυμμα που
μεταμφιέζει μια θεμελιακή αδυνατότητα
μπροστά στην ανεξιχνίαστη επιθυμία
του Άλλου ή σαν ένας τόπος πέρα από
την διαλεκτική σχέση ανάμεσα στην
αναγνώριση της επιθυμίας και στην
επιθυμία της αναγνώρισης. Ο φαντασιακός
σχηματισμός του μύθου έρχεται να
απαντήσει στο αίνιγμα του «Che
vuoi?»
δηλαδή του τι θέλει ο Άλλος από
μένα… Αυτό το αίνιγμα κινείται ανάμεσα
στις γραμμές του κειμένου. «Ωραία,
το λες αυτό αλλά τι θέλεις να μου
πεις πραγματικά λέγοντας αυτό που
μου λες;».
Το ερώτημα
που αρχικά θέτει το υποκείμενο δεν
είναι «τι θέλω;» αλλά «τι θέλουν οι
άλλοι από μένα;». Τι είναι για τους
άλλους μέσα από τον πολύπλοκο ιστό
των οικογενειακών σχέσεων που υφαίνουν
γύρω του. Ο Λακάν υποστηρίζει ότι ο
μύθος είναι αυτό που δίνει μια ρέουσα
μορφή σε εκείνο που δεν μπορεί να
διαβιβαστεί ως αλήθεια. Οπότε το
φαντασιακό θα μου ψιθυρίσει τι
αντικείμενο είμαι για τους άλλους.
Μια αναλυόμενη
εργάζεται στο ζαχαρολαστείο της
μητέρας της κάθε μέρα τρώει τούρτες
και άλλα γλυκά που η μητέρα της
φτιάχνει για να ικανοποιεί το βλέμμα
της καθώς την βλέπει να απολαμβάνει
πλήρως τα γλυκά της. Η ίδια λέει πως
δεν της αρέσουν και πως την παχαίνουν
αλλά της δίνουν κάποιο είδος
ταυτότητας. Μια ταυτότητα δοσμένη
από τον μητρικό Άλλο και όχι μόνο…η
ίδια η πράξη της δίνει και μια θέση
αντικειμένου της επιθυμίας της
μητέρας της. Ένα αντικείμενο παραδομένο
στην μητρική απόλαυση και επιφορτισμένο
να καλύπτει την έλλειψή της σε μια
σχέση κατοπτρική. Η εικόνα της σαν
καθρέφτης της παγώνει την κίνηση και
μόνο αυτή η ακινησία της τής δίνει
μια ορατότητα που την κάνει ουσιαστικά
ορατή για τον άλλο. Το αγαλματάκι
ακούνητο, αμίλητο και αγέλαστο σαν
τους καλλιτέχνες του δρόμου κάνει
μια αμυδρή κίνηση όταν κάποιος της
ρίξει ένα βλέμμα. Όπως κάνουν οι
καλλιτέχνες όταν τους ρίχνουν χρήματα
στο τενεκεδάκι τους έτσι και εκείνη
ονειρεύεται εικόνες σε κίνηση, δηλαδή
τον κινηματογράφο. Θα ήθελε να ήταν
ηθοποιός για να είναι μια νεκρή
εικόνα που ζωντανεύει με θαυμαστό
και θεαματικό τρόπο. Εκεί που χάσκει
το κενό στη ζωή της εκεί ακριβώς
θέλει να ρέει ατελείωτα από το ένα
σημαίνον στο άλλο και τελικά να
βρίσκει κάτι που να λειτουργεί σαν
αντικείμενο-αίτιο της επιθυμίας της.
Όμως το ίδιο
το κείμενο του λόγου της είναι
λογοκριμένο και οι άλλοι διαβάζουν
το τι θέλει και το ερμηνεύουν σαν
να ξέρουν πριν από εκείνη για εκείνη.
Δεν υπάρχει κάποια επινόηση που
μπορεί να την σώσει από τις κτητικές
αντωνυμίες που την ορίζουν. Η επινόηση
ενός μύθου εμπεριέχει παραβολές,
αφηγήσεις, εικόνες, παραδρομές της
γλώσσας που τρέφονται από την πράξη
και την επανάληψη. Ποτέ της δεν
συναντήθηκε με μια λέξη που να αφήνει
στο πέρασμά της σημάδια και ίχνη
αντί για αποκαλυπτικά σημεία και
τέρατα. Για εκείνη το «σ΄ αγαπώ»
σήμαινε «έχω» και δεν είχε τίποτα
για να προσδέσει μια ταυτότητα και
να αναδυθεί μια απόλαυση ακόμα κι
αν δεν της χρησίμευε σε τίποτα. Της
έμενε λοιπόν το να υπακούει επειδή
οφείλει! Μπορείς γιατί έτσι πρέπει!
Τότε η επιτρεπτή απόλαυση αναγκαστικά
στρεφόταν σε μια υποχρεωτική απόλαυση.
Σε τέτοιες
περιπτώσεις η ενόρμηση μπορεί να
οδηγήσει σε μια αυτιστική απόλαυση
(μέσω ναρκωτικών) που αφήνει ανοιχτό
το δρόμο για ένα απευθείας πέρασμα
στην πράξη (passage
a
l’acte)
σε μια ώθηση εμπρός στο Πραγματικό
εξερευνώντας όλους τους δυνατούς
τρόπους απόλαυσης σε ακραίες μορφές
σεξουαλικής απόλαυσης, στο ωμό
Πραγματικό της βίας ή στην στροφή
σε μια εσωτερική μυστικιστική εμπειρία.
Όλα αυτά μοιράζονται την απόσυρση
από τον συγκεκριμένο κοινωνικο-πολιτικό
δεσμό σε μια απευθείας επαφή με το
Πραγματικό. Τόσες πολλαπλές ελεύθερες
επιλογές αλλά που είναι η πράξη
επιλογής;
Γνωρίζουμε
την κατάσταση της εξαναγκαστικής
επιλογής στην οποία είμαι ελεύθερος
να επιλέξω-αρκεί να κάνω την σωστή
επιλογή-οπότε το μόνο που μου απομένει
είναι η «κενή χειρονομία» της
προσποίησης˸ότι εκπληρώνω ελεύθερα
εκείνο που μου έχει επιβληθεί. Η
αναλυόμενη λοιπόν δεν θυσιάζεται για
ένα δικό της κέρδος αλλά για να
καλύψει την έλλειψη της μητέρας της,
να στηρίξει την παντοδυναμία και
την συνοχή της. Είναι σαν ένα έγκλημα
πάθους όταν αφαιρείς από τον Άλλο
εκείνο που δεν έχει… Αν δεν θυσιάζεται
για να αποσπάσει κάτι από τη μητέρα
της τότε γιατί θυσιάζεται; Κάπου
εδώ υπάρχει μια απάτη… Ξεγελώ τον
Άλλο και τον πείθω για την έλλειψή
μου, για το ότι μου λείπει συνεχώς
η απόλαυση…
Ο ιδεοληπτικός
εκτελεί επαναληπτικά τις τελετουργικές
πράξεις της θυσίας του Ποντίου
Πιλάτου για να΄ναι καθαρά τα χέρια
του από την απόλαυση αυτή. Απαρνιέται
την δική του απόλαυση μπροστά στα
μάτια του Άλλου. Συχνά βλέπουμε και
τις γυναίκες εκείνες που θυσιάζονται
για να παραμείνουν στην σκιά του
άντρα τους ή της οικογένειάς τους.
Θυμάμαι μια αναστάσιμη λειτουργία
όπου κάποιες γυναίκες πριν κοινωνήσουν
άρχιζαν να βγάζουν λευκά πέπλα,
μαντήλια, μέσα από τις τσάντες τους
για να θυσιάσουν την θέα των μαλλιών
τους στον Άλλο και να γίνουν μαλλιά
ιερά, απόκρυφα, για λίγο… όσο θα
διαρκούσε η τελετή στο νοερό τους
θυσιαστήριο. Με αυτή την έννοια η
θυσία αντιτίθεται στον ευνουχισμό
και το θυσιαζόμενο υποκείμενο διατηρεί
την αίσθηση ότι κατέχει αληθινά τον
κρυφό θησαυρό που το κάνει αξιαγάπητο
και ποθητό…
Αλλά επανέρχεται
το ερώτημα˸ «Ποια επιθυμία να διαλέξω,
να επιθυμήσω;» ή η αδιέξοδη απάντηση˸
«Δεν θέλω να επιθυμώ την επιθυμία
μου». Τότε η επιθυμία είναι εμποδισμένη,
δομικά ανικανοποίητη. Υπάρχει βέβαια
και η υστερική μετατροπή του εμποδίου
όπου η εμποδισμένη επιθυμία μετατρέπεται
σε επιθυμία για εμπόδια. Η ανικανοποίητη
σε επιθυμία για το ανικανοποίητο,
δηλαδή σε μια επιθυμία για να αφήσουμε
ανοιχτή την πόρτα της επιθυμίας…να
επιθυμούμε το να μην ξέρουμε, το να
αγνοούμε…
Η αναλυόμενη
όταν βρίσκει μια ελάχιστη ικανοποίηση
μισοκλείνει την πόρτα της επιθυμίας
της και φωνάζει έντρομη˸ «Αφήστε με!
Δεν καταλαβαίνω τίποτα. Είμαι χαζή!».
Πάνω από όλα αγαπάει την ίδια της
την έλλειψη, την επιθυμία για την
επιθυμία. Από μικρή κλείνει όλες τις
τρύπες της όπως λέει για να μην την
φάνε ζωντανή. Δεν τρώει κατά περιόδους
και δεν κάνει έρωτα όταν κάποιος
πλησιάσει τόσο ώστε να θέλει να την
γεμίσει με την παρουσία του. Όταν
δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα για
επίλυση ρίχνει τα βοτσαλάκια της για
να αναταράξει τα ήρεμα νερά. Είναι
η ίδια ο θεατής του συμπτώματός της.
Αυτό το σύμπτωμα είναι μια σύμπτωση
για εκείνη. Ένα τυχαίο συμβάν που
σχηματίστηκε από την ακούσια πτώση
της μπροστά στα πόδια του μητρικού
Άλλου. Σκόνταψε στην εξής φράση της
μητέρας της˸ «Παντρέψου για να δείς
τη γλύκα! Όταν θα σου μπεί το παλούκι
θα καταλάβεις…». Δεν παντρεύτηκε
ποτέ. Μου λέει «…η μητέρα μου έλεγε
ότι θυσιάστηκε για μένα και εγώ της
έφαγα τη ζωή όμως εκείνη που πραγματικά
θυσιάστηκε ήμουν εγώ και ακόμα να
ξεπληρώσω το χρέος μου σ’ εκείνη…».
Άλλες φορές ακινητοποιημένη κοιτάει
το νταβάνι και αφήνεται σε αυτό που
πραγματικά είναι˸ ένα αδύναμο κοριτσάκι
εγκλωβισμένο στο μετέωρο βήμα του
ανάμεσα στο «όλα» και στο «τίποτα»
ενώ άλλοτε μένει ξάγρυπνη από τον
κίνδυνο που παραμονεύει, δηλαδή την
άμεση επαφή της με τη μητρικό Πράγμα
και την πληρότητά του. Αφού ο
διαχωρισμός της δεν διαφυλάχθηκε και
πολύ νιώθει σαν δύο που είναι σαν
ένας μόνος και βιώνει την μοναξιά
και όχι την σχέση. Βιώνει την συγχώνευση
και όχι την απομάκρυνση, τον τρόμο
γιατί από στιγμή σε στιγμή ο μητρικός
Άλλος μπορεί να φάει τον καρπό του.
Αυτό το πρωτότοκο κοριτσάκι νιώθει
να αποσυμβολοποιείται η διαφορά
ανάμεσα σε εκείνη και στην μητέρα
της.
Κατά καιρούς
θυσιάζει μέρη του σώματός της όπως
το βλέμμα, την φωνή που την αφήνει
να την πατάνε και αυτή γίνεται ένα
βουβό παράπονο, για να εξακολουθεί
να έχει ανεκπλήρωτα χρέη προς τους
άλλους. Κάθε χρέος σέρνει πίσω του
μια ενοχή σφιχταγκαλιασμένη με μια
ντροπή και ακολουθεί η θυσία. Το ίδιο
σενάριο ξανά και ξανά. Να είναι οι
άλλοι ευχαριστημένοι, να μην πληγώνονται
από εκείνη, να τους καλύπτει τις
ανάγκες τους και να γίνεται η γέφυρα
της ισορροπίας τους για να αποφεύγουν
τις συγκρούσεις μεταξύ τους.
Ποια είναι
όμως αυτή η ελάχιστη διαφορά ανάμεσα
στο τίποτα και στο κάτι; Ανάμεσα
στη σιωπή και στο συνεχόμενο μουρμουρητό
του Πραγματικού; Είναι μια παύση…
ένα κενό διάστημα για να σκεφτεί που
να διακόπτει την μητρική φωνή που
διαρκώς προλέγει τον σωματικό πόνο
μιας υποτιθέμενης οδυνηρής σεξουαλικής
σχέσης.
Αναρωτιέται˸
«Ποια είμαι;» για πρώτη φορά στη ζωή
της. Όποια απάντηση και να δώσει
ακόμα και αν είναι ένα σημαίνον που
αντιπροσωπεύει το υποκείμενο για
ένα άλλο σημαίνον δεν αλλάζει το
πραγματικό του ίδιου του ερωτήματος
που θα την ταξιδέψει προς εκείνη…
φωτογραφία gianpal33