Σε βιάζουν και βιάζεσαι.
Σε βιάζουν και βιάζεσαι και από μόνος σου για να ξεχρεώσεις τα ηθικά σου χρέη
ως προς τον βιασμό σου. Κάπως έτσι παγιδεύεσαι στη χώρα της προσποίησης και των
ομοιωμάτων του εαυτού σου. Μια από τις επιπτώσεις της προσομοίωσης δουλείας
είναι και η αϋπνία. Όλη μέρα ξεσκίζεσαι στη δουλειά και τα βράδια δεν μπορείς
να αφεθείς στον ύπνο γιατί δεν υπάρχεις. Πρέπει να τσιμπιέσαι συνεχώς και να
είσαι σε εγρήγορση για κάθε ενδεχόμενο. Σου σκηνοθετούν σενάρια ζωής και
εργασίας κι εσύ τα παίζεις και μετά «τα παίζεις» κανονικά…
«Όταν δεν σε γαμάω,
γαμάω εμένα στην δουλειά!»
Χάνεις χρόνο και
παίρνεις βάρος! Το «χάνω χρόνο» ισοδυναμεί με το «παίρνω βάρος». Η μέση σου πονάει από τα
αθέατα βάρη που κουβαλάς σκυφτός και προέρχονται από την κάθετη κατάρρευση προς
την γη που σε απορροφάει. Αντί να αναδυθείς σαν υποκείμενο με μια στύση του
λόγου σου, πέφτεις μεμιάς σαν δίδυμος πύργος από κάποιο αυτοάνοσο. Όταν δεν
πέφτεις κατακόρυφα, πέφτεις μπρούμητα ή μπουσουλάς
«στα τέσσερα» σαν μωρό. Μερικές μέρες για να ξεσκάσεις μπαίνεις σένα εμπορικό
κέντρο και παίρνεις μάτι τις βιτρίνες. Υπερμεγέθη πλαστικά στεφάνια κρέμονται
από την οροφή και αντί να σου μυρίζει νεκροταφείο ζωντανών, πανηγυρίζεις για
τον ερχομό του Μάη. Βγαίνεις στο δρόμο με ένα χαμόγελο που δεν απευθύνεις σε
κανένα και παίρνεις τα μέσα μαζικής μεταφοράς προς άγνωστη κατεύθυνση. Όταν
ανοίγει απότομα η πόρτα του λεωφορείου και βλέπεις τους επιβάτες να είναι «ο
ένας πάνω στον άλλο» ξαφνικά λιποθυμάς!
Αυτή η σκηνή της
ομαδικής συνουσίας, στα μέσα συγκοινωνίας, σου θολώνει το βλέμμα και μια μαύρη
δίνη σε ρουφάει προς το πάτωμα. Στρέφεις το βλέμμα προς τη φύση και βλέπεις
μόνο μπάλες από πλαστικό γρασίδι και πλαστικό καστανόχωμα. Μια ανεξήγητη
δυσφορία σε κάνει «ένα» με την γη. Χάνεις τις αισθήσεις σου (αφάνιση-εξαφάνιση) και προσομοιώνεις ένα
οργασμό με εσωτερικούς άηχους σπασμούς στα πόδια των επιβατών.
«Απολαμβάνω τον χαμό
μου…» θα έλεγες αν είχες ακόμη τις αισθήσεις σου.