Ο Νάνος του ΌΧΙ επαναφέρει το ΌΧΙ απο την αιχμαλωσία του ΝΑΙ.
Η
βασιλική μηλιά ήταν ιδανική τοποθεσία
για τις κρυφές συσκέψεις του βασιλιά
γιατι ήταν μια μηλιά που δεν έβγαζε
μιλιά...Ήταν πάντα αμίλητη και κρατούσε
τα βασιλικά μυστικά καλά κρυμμένα
ανάμεσα στα φύλλα της καρδιάς της.
Κάτω απο ένα κλαδί φορτωμένο με
κόκκινα μήλα καθόταν ο νάνος και ο
βασιλιάς στεκόταν δίπλα του ολόρθος
και χτυπούσε νευρικά το γρασίδι με
το βασιλικό του σκήπτρο.
«Λοιπόν...»
έλεγε ο βασιλιάς κλαψουρίζοντας
«πρέπει να μου λύσετε το πρόβλημά
μου που όσο πάει και χειροτερεύει.
Βλέπετε, κύριε νάνε, τώρα όχι μόνο
δεν λέω «όχι», αλλά το κατεργάρικο
«ναί», που μα τα εκατό κοράκια, ούτε
ξέρω πώς μπήκε μέσα στο λάρυγγά μου,
έφερε και τη σκιά του μαζί. Συμφορά
μου! Τώρα αντι να πώ «όχι», λέω «ναί»
και αμέσως μετά χωρίς να το θέλω τα
χείλη μου απο μόνα τους σχηματίζουν
τη φράση: «μάλιστα, κύριε». Άκουσον-άκουσον!
Εγώ ένας βασιλιάς να λέει: «ναί,
μάλιστα κύριε» σαν να' μαι κανένας
υπηρέτης. Έλεος! Βοηθείστε με κύριε
νάνε, λυπηθείτε με, απο βασιλιάς έχω
γίνει υπηρέτης. Δώστε μου πίσω την
βασιλική μου αξιοπρέπεια...» έλεγε
και ξανάλεγε ο βασιλιάς κι όλο
τραβούσε την σκούφια του νάνου που
είχε γεμίσει ξέφτια και κόμπους και
απο μεταξωτή και απαλή είχε γίνει
τραχιά και φοβερά εκνευρισμένη.
«Ηρεμήστε
βασιλιά...μα ηρεμήστε τέλος πάντων!»
είπε ο νάνος και ήταν έτοιμος να
τον ραμφήσει με τη σουβλερή του μύτη
αν δεν έκοβε αμέσως τις βασιλικές
του υστερίες. Η σκούπα της γριά
μάγισσας που βαριόταν ν' ακούει τα
βασιλικά παράπονα σκούπιζε τα φύλλα
που είχαν πέσει στα πέτρινα πεζούλια
για να περάσει την ώρα της.
Ο
νάνος γούρλωσε τα μάτια του και
ρώτησε τον βασιλιά: « Η υπόθεση μυρίζει
μάγια. Κάποιο ξωτικό έχει βάλει την
ουρίτσα του. Έχετε καμιά ιδέα;
υποπτεύεστε κάποιο;».
«Ναί»,
είπε ο βασιλιάς χωρίς δεύτερη
κουβέντα.
«Ποιό;»
ξανάπε ο νάνος.
«Πού
θές να ξέρω;» είπε ο βασιλιάς θυμωμένος
αφου σου είπα «ναί!».
Ο
καημένος ο βασιλιάς γύρισε περίλυπος
στο παλάτι γιατι αντί να πεί «όχι»,
είπε «ναί» και δεν μπορούσε πια να
συννενοηθεί με κανένα.