Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 2 Απριλίου 2017

Ο ZiZek στη χώρα του simulacrum (1)


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Πως μπορεί να διαφύγει ακόμη και ο ZiZek, η πιο σημαντική μορφή της λακανικής ψυχανάλυσης μετά τον Lacan, από την πιο παλιά παγίδα της Προτεσταντικής Ηθικής που σαγηνεύει με τα δίχτυα του δυϊσμού; Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Μπρος το «Όλο» του Lacan και πίσω το «μη-Όλο» που μεταφράζεται ως «Τίποτα» μια που λείπει η διαμεσολάβηση του ενσαρκωμένου Λόγου που θα έκανε μια ριζική διαφορά στην τοπολογία του Φαντασιακού-Συμβολικού-Πραγματικού.
Ο ZiZek ισχυρίζεται ότι: «το Άγιο Πνεύμα είναι η κοινότητα των πιστών» και «ο αθεϊστικός Χριστιανισμός είναι ο αληθινός Χριστιανισμός». Το Πνεύμα δεν είναι η νεοπλατωνική Ιδέα. Αν δεν ενσαρκωθεί στον λόγο του υποκειμένου δεν θα υπάρχει ούτε καν στην μνημονική εικόνα του σώματός του. Κάπου ανάμεσα στην χεγκελιανή οπτική και στην λακανική ψυχανάλυση χάνεται το παράδοξο της Ενσάρκωσης. Το σώμα του Λόγου αποσυνδέεται σε απενσαρκωμένα ιπτάμενα όργανα χωρίς διαμεσολάβηση ή γίνεται το σύγχρονο discourse των ανθρωπόμορφων αντικειμένων. Αν υποθέσουμε ότι υπάρχει το ''vanishing mediator'' του ZiZek, είναι πράγματι η φροϋδική ενόρμηση θανάτου; Επιπλέον το «'Ένα» και «η πολλαπλότητα του Ενός» της νεοπλατωνικής Ιδέας συναντιούνται στη χώρα του simulacrum με την αινιγματική λακανική φράση: «Η Γυναίκα δεν υπάρχει» και με την κρυψώνα του λακανικού αντικειμένου μικρού α (objet a), ως αντικείμενο της ενόρμησης και ως αντικείμενο-αίτιο της επιθυμίας, στην κούφια κοιλιά ενός αρχαιοελληνικού αγάλματος.
Σε αυτές τις υπόγειες διαδρομές θα ανιχνεύσουμε τον τόπο του σφάλματος στην κατά τα άλλα εύστοχη τρισδιάστατη οπτική του βλέμματος του ZiZek.


Ο Zizek ισχυρίζεται: "God"(the divine) is a name for that which in man is not human, for the inhuman core that sustains being-human"1. Αν είναι αυτό το « Όνομα του Θεού», δηλαδή το τερατώδες, απάνθρωπο ή μη-ανθρώπινο μέσα στον ίδιο τον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης τότε προφανώς δεν αναφερόμαστε σε κανένα Θεό. Αυτή η αναφορά μας παραπέμπει στα λακανικά «Ονόματα-του-Πατρός», στον πατροδιαστροφικό Πατέρα της απόλαυσης, στον μεγάλο Άλλο μέσα στον μεγάλο Άλλο, στον Άλλο του Άλλου, στον Πραγματικό Άλλο, σε μια μεταγλώσσα μεταφυσικής πνευματικότητας και τελικά στο ίδιο το Πράγμα (das ding). Επιπλέον ο Υπερεγωτικός νόμος που επιβάλλει την διαστροφική απόλαυση μπορεί να είναι ο πιο τραυματικός αλλά δεν είναι ο νόμος του Λόγου (Θεός). Είναι εσφαλμένη η αντίληψη του Θεού του χριστιανισμού ως εκείνου ο οποίος διαιρείται εντός του σε ένα Θεό της αγάπης, πράο και γαλήνιο και σε ένα Θεό εξοργισμένο που ενσαρκώνει το Υπερεγώ2. Η σύνθεση των αντιθέτων σε μια θεϊκή ενότητα Πράγματος, που εμπεριέχει τις αντιφάσεις του, ενσαρκώνει μόνο τον τρόμο ενός παγανιστικού Θεού ο οποίος σπέρνει τον πανικό.
Αν επεκτείνουμε την διαίρεση εντός του σημαίνοντος «Θεός» σε καλό και κακό Θεό, τότε η σύνθεση των αντιθέτων που θα προκύψει θα μας φέρει αντιμέτωπους με τον «καλόκακο» καρπό της ολικής γνώσης στον κήπο της Εδέμ. Δεν υπάρχει ανταλλαγή ανάμεσα στην εργασία (κήπος της Εδέμ) και στο Κεφάλαιο (Θεός). Στην σύγχρονη καπιταλιστική Εδέμ ο άνθρωπος (Αδάμ) πουλάει το ίδιο του το δέρμα (το λεκτικό του περίβλημα) στην αγορά των αντικειμένων που ο ίδιος ονόμασε με διαφημιστικές ετικέτες. Όταν ο Θεός τραπεζίτης δίνει πίστωση ζωής στον εκλεκτό του δεν αναμένει ότι θα την εξοφλήσει με την δωρεά της Θείας Χάριτος. Ένα τέτοιο ηθικό χρέος στο «να σωθεί» είναι μέσο ελέγχου και κυριαρχίας. Ο Θεός δεν θα είναι πια Θεός αλλά ένα μερικό αντικείμενο της ενόρμησης υπερυψωμένο σε ανέγγιχτα ύψη και ταυτόχρονα ένα εργαλείο απόλαυσης. Ένα καθαρό ομοίωμα, το οποίο επαναλαμβάνει την αντίθεση νόμου και παράβασης του Νόμου μέσα στον ίδιο τον Νόμο που εικονίζει τον Ίδιο, δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να ανακυκλώνει μια επιπλέον παράδοξη σύγχυση του συμβάντος με το μέσον. Το επακόλουθο συμπέρασμα μιας τέτοιας διαλεκτικής δεν είναι: «θέση-αντίθεση-σύνθεση» αλλά «θέση-αντίθεση-σύγχυση» γιατί στην Εδέμ η σχέση των τριών «άντρας-γυναίκα-καρπός» οδηγεί την Εύα να αποδώσει τον καρπό στον Αδάμ με μονοσήμαντα παραγγέλματα και όχι να άρει μια αντίθεση. Η απάρνηση της ίδιας της υποκειμενικής σχέσης και η μετατόπισή της στο παρανοϊκό πεδίο της ολικής γνώσης του καρπού είναι ένα έγκλημα που γίνεται για κάποιον Άλλο.
Απορροφώντας ακόμη και την άρνηση («Δεν θα φας τον Άλλο», ως ο νόμος του Λόγου στον κήπο της Εδέμ) ο χειραγωγούμενος σκλάβος, ο κλωνοποιημένος κατ’εικόνα του master του, ενσωματώνει τον master του, εμπεριέχοντας το αντικείμενο-Θεός, ενώ τον απαρνείται. Το Όνομα του Θεού αποκτά κατά αυτόν τον τρόπο μια φαλλική αξία που καταναλώνεται εντός του ίδιου του πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης. Η αντιθετική λογική μιας διαλεκτικής του ανθρώπινου και μη-ανθρώπινου, που στηρίζει το ανθρώπινο, μας ανοίγει διάπλατα τις πύλες της απάρνησης του Θεανθρώπινου. Καθώς ο άνθρωπος δεν μπορεί να μεταβολίσει το μη-ανθρώπινο αντικείμενο εντός του, καταβροχθίζεται από αυτή την ενσωματούμενη Ετερότητα στον σκληρό πυρήνα της ύπαρξής του και γίνεται συνεργός και συνένοχος του θανάτου του Θεού. Ο νεκρός Θεός δεν υπόκειται στον συμβολικό ευνουχισμό. Μπορεί κάλλιστα να ίπταται σαν φασματική παρουσία και να στοιχειώνει τον χωροχρόνο μας. Αφού ο Θεός αποδιαφοροποιείται εντός του ανθρώπου, επακολουθεί ο διαμελισμός του ανθρώπου σε οπτικά signs και simulacra. Η οπτική του αντίληψη της πραγματικότητας γίνεται τρόμος και φόβος της απογύμνωσής του. Δεν έχει πια λεκτικό περίβλημα για να προστατευτεί από τον Θεό-Υπερεγώ που απαιτεί θυσίες καιόμενης σάρκας ως θυμίαμα ενώπιον Του. Τρώει λοιπόν την άρνηση (δεν θα φας τον Άλλο) μαζί με τη διαφορά του (Εγώ δεν είμαι Εσύ) και περνάει από την «ηθελημένη» σκλαβιά στην αθέλητη συνενοχή…
1 Slavoj Zizek and John Milbank , The Monstrosity of Christ (London: Edited by Creston Davis,2009) p.240.

2 Slavoj Zizek, For they know not what they do, Enjoyment as a political factor (Verso: London, 2002) p.30.
photo gianpal333