Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2017

Η ΚΟΚΚΙΝΗ ΠΑΠΟΥΤΣΑ «ΧΙΟΝΑΤΗ»

photo gianpal333
Ο σκληρός πυρήνας της πραγματικότητας είναι αισθητικής φύσεως.

«…Πω, πω! Θεούλη μου! Πω!, πω! Έλεγαν και ξανάλεγαν τι όμορφο που είναι αυτό το κοριτσάκι!»

Αν η Χιονάτη πάρει κυριολεκτικά τα λόγια τους τότε καταρρέει όλη η συμβολική τάξη. Το «αντικείμενο μικρό α» (Lacan) πέφτει μέσα στην αψεγάδιαστη εικόνα της και γίνεται η ίδια το αντικείμενο της απόλαυσής της. Το γυαλί του καθρέφτη που την αντανακλά δεν ραγίζει την εικόνα της. Την κάνει μια αδιαφανή επιφάνεια που την σαγηνεύει με μια ψευδαίσθηση βάθους.

-Και μετά, και μετά; Τι γίνεται μετά;!

-Ο καθρέφτης ξαναχτυπά!

Το φαντασιακό υπερδιογκώνεται και η κακιά μητριά χυμάει σαν αγρίμι με προβιά καλοκάγαθης γριούλας στο κατώφλι της Χιονάτης.

-Χιονάτη, φυλάξου!

Πρώτα καταφτάνει ένα τραυματικό συναπάντημα: ένα δηλητηριασμένο χτενάκι. Ο απερίγραπτος τρόμος παραχωρεί τη θέση του σε μια ανάλαφρη λύση του δράματος. Βγάζουμε το χτενάκι από τα μαλλιά και η Χιονάτη ζωντανεύει ξανά. Τόσο απλά. Κι όμως έχουμε ένα φαντασιακό διπλό «Χιονάτη-χτένα» που κρύβει ένα matrix: «Η χτένα σκοτώνει αντί να χτενίζει». Το Πραγματικό εισβάλλει στη φαντασιακή διάσταση και η μαγεμένη χτένα ακυρώνει την ίδια την φιλντισένια φαλλική λαβή της.

- Από πού να την πιάσεις;

-Από πού να πιαστείς;

Έτσι η χτένα αν και διπλασιάζεται φαντασιακά παραμένει χωρίς το διπλό της. Δεν είναι ένα αντικείμενο ανταλλαγής, αν και αλλάζει χέρια… Είναι χτένα με φτερά…!

Το ένα της φτερό ξεκολλάει και διανύει μια ελικοειδή διαδρομή πριν χαθεί στον ορίζοντα. Πάει η αθωότητά της. Ποτέ δεν υπήρξε, άλλωστε, αγγελούδι ούτε αυτή ούτε κανένα άλλο παιδάκι. Σε μια στιγμή έμπνευσης στο Γυμνάσιο, την ώρα της Έκθεσης, είχε γράψει: «Εκείνος αγάπησε Εκείνη που δεν άξιζε την αγάπη του. Εκείνη αγάπησε Εκείνον που δεν άξιζε να αγαπηθεί…». Το Εκείνος εναλλασσόταν με το Εκείνη σ’ ένα κυνηγητό με χιουμοριστικές ατάκες σε τρείς σελίδες τετραδίου. Η Χιονάτη έδωσε την έκθεσή της στον μαραμένο φιλόλογο μ’ ένα χαμόγελο μέχρι τ’ αυτιά. Όταν την ξαναπήρε διορθωμένη η πένα του φιλολόγου είχε κοκκινίσει την τελευταία γραμμή της τρίτης σελίδας μ’ ένα σχόλιο.

«Ντροπή σου!»

Πως τολμούσε αυτή η μικρή αθώα Χιονάτη να παίζει ερωτικά με τις λέξεις; Ανήκουστο! Θα έπρεπε να λέει ό,τι λένε όλοι. Τα γνωστά. Σε δυο λεπτά με μια διαγώνια ανάγνωση θα την είχε επιβραβεύσει μ’ ένα «μπράβο!» και θα είχε ξεμπερδέψει μαζί της. Τώρα το Εκείνος και το Εκείνη στροβιλίζονται γύρω του και τον περιγελούν. Ντύνονται τις όψεις του εαυτού του στην νιότη του και του θυμίζουν ό,τι απωθεί. Εκείνη. Εκείνη που ακόμα και τώρα ποθεί… Συνοφρυώνεται. Κρύβει το πρόσωπό του στις παλάμες του. Από τα αφύλακτα περάσματα των δαχτύλων του περνάει και πάλι Εκείνη, η Χιονάτη, σε μια πόζα από ανετάριστο φακό και τον κοιτάει κατάματα.

«…δέρμα λευκό σαν χιόνι, μάγουλα κόκκινα σαν το αίμα, μαλλιά μαύρα σαν τον έβενο!»

(απόσπασμα από το βιβλίο της Σώτης Γρίβα «Τα κόκκινα παπούτσ(ι)α», που μόλις εκδόθηκε, Ιανουάριο 2017, από τις εκδόσεις Έναστρον. Η φωτογραφία του εξωφύλλου είναι του gianpal333).