Ο
Freud
είναι ο ίδιος ο Don
Juan
αν και δεν είχε κατακτήσεις. Κάνει
όμως συλλογές από αγάλματα παγανιστικών
θεοτήτων, μανιτάρια που μοιάζουν με
βάθρα θεοτήτων, και απατάει τον
Γιαχβέ, τον Θεό των προγόνων του, και
όχι την γυναίκα του. Ο Lacan
αναδιπλασιάζει τον Freud
ενώ θεωρεί ότι «επιστρέφει σ' αυτόν».
Τα αγάλματα που συλλέγει είναι, κατά
την γνώμη μου, τα Ονόματα-του-Πατέρα
και το κεντρικό είδωλο λέγεται: άγαλμα
«αντικείμενο μικρό α» μέσα μας. Δεν
αμφισβητώ το «αντικείμενο μικρό α».
Μόνο που μαρκάρει την απόλαυση και όχι
την επιθυμία. Δεν κολλάει με τίποτα η
αγαλμάτινη επένδυση με την οποία
ντύθηκε. Εδώ μπορούμε να εντοπίσουμε
μια μετάσταση του σφάλματος που
παραμένει διπλό και αναδιπλασιάζεται
ως κηλίδα, στίγμα και σημείο των
μνημονιακών καιρών μας. Ακόμα και η
εφαρμοσμένη πια ψυχανάλυση απαρνείται
την ίδια την ψυχανάλυση. Το βλέμμα, η
επιθυμητική ροή (G.Deleuze-F.Guattari),
η σαγήνη (J.Baudrillard),
η εικόνα που δεν είναι μόνο εικονοφαντασιακό
αλλά και οι αισθήσεις του κάθε ανθρώπου,
η όσφρηση, η αφή, ακόμα και η πνοή του
δεν της λένε απολύτως τίποτα. Τις κοιτάει
υπεροπτικά και ψάχνει με το μικροσκόπιο
να δει «από πού απολαμβάνεις…»
Τι γίνεται όμως με την ενοχή
που κληρονομείται σαν «μήτρα-διαφυγής»
από γενιά σε γενιά; «Κάνει σαν να μην
την βλέπει». Αυτό το «κάνω σαν...» της
απάρνησης του ψυχαναλυτή μεταδίδεται
ως παθητική άρνηση και στους αναλυόμενούς
του. «Κάνω σαν να θυμάμαι, σαν να
πιστεύω ή ακριβώς το αντίστροφο». Όλα
είναι δυνατά αρκεί να τροφοδοτούν
τον φαύλο κύκλο της απάρνησης και
οι παίκτες που τζογάρουν να παραμένουν
στις θέσεις τους. Αν κουνηθούν αμήχανα
χωρίς να ξέρουν γιατί
θα τους φορέσουν το καπέλο της
λεγόμενης «κατάθλιψης» ή της «ψύχωσης»
και θα τους στείλουν στο κρεβατάκι
τους παρέα με μια σακούλα φάρμακα. Η
κατάθλιψη στοιχειώνει με ένα
μελαγχολικό χαμόγελο κυρίως τις
«γυναικείες κρεμάστρες» ή τα
«κοριτσάκια-αντικείμενα» διαχείρισης
του ίδιου τους του φύλου που φτάνουν
στο κατώφλι του ψυχαναλυτή. Ο πόνος
γίνεται διαρρήκτης και αναδιπλασιάζει
τον φόβο. Από πόνο σε φόβο και από φόβο
σε ενοχή τα εγκλήματα απέναντι στο
υποκείμενο του ασυνειδήτου πολλαπλασιάζονται
και οι γιοί του Οιδίποδα της
ψυχανάλυσης αλληλοσκοτώνονται για
ένα κρυφό σφάλμα που πρέπει να
παραμείνει άλεκτο… Έτσι ο δρόμος της
απόλαυσης παραμένει ανοιχτός στους
απανταχού κρεμασμένους και στις
κρεμάστρες τους
Ο Freud τρώει
με καλεσμένους αγάλματα στο τραπέζι
του και ο Lacan μιλάει για το άγαλμα
μέσα μας. Κάπου εδω βλέπω να μεταδίδεται
σιωπηλά το σφάλμα απο τον πατέρα
στον γιό της ψυχανάλυσης. Αυτό που
δεν μπορεί να ειπωθεί αλλά γυροφέρνει
σε ατέλειωτα ρητορικά σχήματα στη
γλώσσα του Lacan είναι το κρυφό
«σφάλμα-άγαλμα» του φροϋδικού πατέρα.
Ό,τι δεν λέγεται στο λεχθέν λέγεται
στο μη λεχθέν. Ο Lacan ντύνεται με
εκκεντρικά ρούχα και φιλάει τα χέρια
των γυναικών κάνοντας μια βαθιά
υπόκλιση.
«...και
υποκλίθηκε βαθιά, ίσαμε το χώμα...»
photo gianpal333 |
Ντύνεται
με το πέπλο της σαγήνης και τους
απευθύνεται με τα λόγια του ιπποτικού
έρωτα προς τις εύθραυστες δεσποσύνες
κάποιου άλλου αιώνα. Οι πιστοί του
απλά τον μιμούνται χωρίς να ρωτούν
«γιατί;». Κάθε ερώτημα είναι αίρεση
μέσα στους κόλπους της κάθε Σχολής
που θέλει να μιλάει με ένα χείλος
και να εκφέρει ένα μόνο λόγο. Χτίζουν
μια Βαβέλ και όπως κάθε βαβελική
ιστορία έτσι και αυτή των Σχολών
του Lacan καταλήγει διαρκώς σε σύγχυση.
Μια σύγχυση ενορμήσεων και διαφορών.
Ο πύργος της Βαβέλ που θα'θελαν να
υψώσουν μέχρι τα ουράνια με μια μόνο
εκφορά του λακανικού λόγου τρέμει
ήδη απο τα θεμέλιά του... Κι εκείνος
«αθώος» κληρονόμος ενός ειδώλου με
μορφή αγάλματος ένοχα το περι-φέρει,
το μισο-κρύβει και το επαναλαμβάνει…
Το
άγαλμα είναι ένας κρυψώνας του
αντικειμένου
α. Κι όμως
μέσα στην κούφια του κοιλιά κρύβεται
το σφάλμα. Κάπου εκεί τα μάτια
διασταυρώνουν τη ματιά τους και
αλληθωρίζουν. Συγχρόνως τα ιερά
κεφάλια των μυστικιστών του Lacan γέρνουν
πολύ κοντά το ένα με το άλλο και
αναμειγνύονται τα φωτοστέφανά τους...
Τι
τον αναγκάζει να μπερδεύει τις
γλώσσες των ακροατών του και να
δημιουργεί και ο ίδιος την σύγχυση
της Βαβέλ; Στο Seminar
XX ο Lacan βάζει
τον εαυτό
του σε θέση αναλυομένου και το
ακροατήριό του σε θέση αναλυτή.
Χαρακτηρίζει το κοινό του ως
«plus-de-jouir
presse». Μια
υπερ-απόλαυση φρεσκοστυμμένη
σαν λεμονόκουπα. Ποιος στύβει
ποιον; Τους κάνει να δούνε ό,τι βλέπουνε
με τον τρόπο που το βλέπει ή απλά
κοιτούν προς τα εκεί που δείχνει
αφηρημένα το δάχτυλό του...αλλά δεν
βλέπουνε με τον τρόπο που τους
βλέπει;... Τι τον αναγκάζει να αποτυγχάνει
μπροστά στην επιτυχία του; Ίσως το
Όνομα-του-Πατέρα
που κι εκείνο μισο-κρύβεται μέσα
στην αγαλμάτινη
όψη των
Ονομάτων-του-Πατέρα.
Το Όνομα-του-Πατέρα
φαντάζει σαν κεραυνός σε αίθριο
ουρανό. Ένα σημείο που κατακεραυνώνει
με την λάμψη του χωρίς να ξέρουμε
τι σημαίνει. Στις φωτεινές αυλακιές
που χαράζει στο στερέωμα τής
φαντασίωσης αρκεί να πούμε ότι είναι
το «όχι!»
του Πατέρα, ένα αναιμικό
«όχι», με όσα θαυμαστικά κι αν του βάλουν,
που εκφέρεται από ένα μαμαδομπαμπά
κι έπειτα να ξαναψάλλουμε το ρητό:
«ένα σημαίνον που αντιπροσωπεύει το
υποκείμενο για ένα άλλο σημαίνον»
και ξεμπερδέψαμε με τα
τροπάρια ή μας
διαφεύγει το πιο ουσιώδες; Κάτι που
δεν εκφέρεται.
Ένα
Όνομα-χωρίς-όνομα
...
Είμαι
αυτός που θα είμαι…