«Πήρες ψωμί και
εφημερίδες;»
«Όχι, μαμά…συγγνώμη…»
«Να πας τώρα
αμέσως!»
«Ναι, μαμά…»
«Πήρες την μαμά
σου από πίσω να δεις που ξεπόρτισε πάλι;»
«Όχι, μπαμπά…συγγνώμη»
«Να πας τώρα
αμέσως!»
Φτιάχνει ένα
καφέ με γάλα και κάθεται να τον πιεί στα
σκοτεινά στο δωμάτιό της. Το πόμολο
τρίζει και μια ασημένια λάμψη περνάει
κάτω από την πόρτα. Είναι έτοιμη να
ουρλιάξει όταν θυμάται…
«Η μικρή έπαθε
υστερική κρίση πάλι. Να φωνάξουμε ένα
γιατρό!»
Από μικρή έλεγε
«βαριέμαι» και μετά έβγαζε κραυγές. Για
να σταματήσει τα διακοπτόμενα ουρλιαχτά
την πήγαν σε ένα πανάκριβο κολυμβητήριο
αλλά τα ουρλιαχτά επιδεινώθηκαν. Τους
ζήταγε «συγγνώμη» αλλά ο πόνος της
τιμωρίας πολλαπλασιαζόταν. Μετά δοκίμασαν
να της φτιάξουν μια τούρτα σοκολάτα που
έμοιαζε με φάρμα ζώων. Στη βάση είχε
μπισκότα ανασηκωμένα όρθια και στην
επιφάνεια πολύχρωμα ζαχαρωτά ζωάκια.
Ένα από αυτά είχε το όνομά της. Μόλις
είδε την τούρτα τα ουρλιαχτά επιδεινώθηκαν
κι άλλο. Τους ξαναζήτησε «συγγνώμη»
αλλά η «συγγνώμη» δεν έπιανε. Είχε
τρελαθεί η «συγγνώμη» και εκείνη σερνόταν
από πίσω της για λίγα ψίχουλα αγάπης
και άφεση αμαρτιών. Απελπισμένη η αγωνία
ρίχτηκε κι αυτή στα αδύναμα μπράτσα της
«συγγνώμης». Η επόμενη απόπειρα να την
ηρεμήσουν με ένα ολοκαίνουργιο πατίνι
απέτυχε παταγωδώς. Μόλις έβαλε το πόδι
της πάνω του έσπασε τον αστράγαλό της
και από τις δυο μεριές. Όταν συνήλθε
μετά την χειρουργική επέμβαση την πήγαν
σε καλοκαιρινό στρατόπεδο απασχόλησης
και εκεί ήταν που δάγκωσε την διπλανή
της και χαστούκισε την δασκάλα της χωρίς
να ζητήσει καμία συγγνώμη. Από κει και
πέρα άρχισε η μεγάλη κατηφόρα. Γλιστρούσε
σαν μπαλάκι από τον ένα θεραπευτή στον
άλλο, από την μια διάγνωση στην άλλη και
από τον ένα γκόμενο στον άλλο ζητώντας
συγγνώμες και παίρνοντας τιμωρίες
σιωπής, στέρησης ερωτισμού, αγκαλιάς,
μηνυμάτων και μια τελική διάγνωση
τρελής.
Δεν έλεγε πια
«βαριέμαι» αλλά βαρούσε δυνατά τον
εαυτό της με μπουνιές στο στομάχι και
εξωτερικά έδειχνε ευγενική και πρόσχαρη.
Πείστηκαν ότι θεραπεύτηκε και από τότε
η «συγγνώμη» ζαχαρώνει το μπαλκόνι για
το τελικό πήδημα στο κενό…