(Μετάφραση
-απόδοση Ελεονώρα Γκουσιάρη)
Πρόκειται
για ένα από τα αποσπασματικά[1] κείμενα
του Walter Benjamin,
που δημοσιεύτηκε μετά το θάνατό του. Σε
αυτό το κείμενο ο Benjamin εξετάζει
τον καπιταλισμό ως θρησκευτικό φαινόμενο
· όχι ακολουθώντας τη σκέψη
του Weber αναφορικά
με τη δομή του καπιταλισμού, αλλά ως
προς τις πρακτικές λατρείας. Όπως
αναφέρει και ο Giorgio Agamben στο
έργο του «Βεβηλώσεις», ο καπιταλισμός
ως θρησκεία της νεωτερικότητας,
προσδιορίζεται από τρία χαρακτηριστικά:
α.
Είναι μια λατρευτική θρησκεία,ίσως η
πιο ακραία και απόλυτη που υπήρξε ποτέ.
Τα πάντα σε αυτήν έχουν νόημα μόνο όταν
αναφέρονται στην επιτέλεση μιας λατρείας,
όχι εν σχέσει πρός ένα δόγμα ή μια
ιδέα.
β. Αυτή η λατρεία είναι
διηνεκής, δεν είναι δυνατόν να διακρίνουμε
εδώ μεταξύ ημερών εορτής και ημερών
εργασίας, αλλά υφίσταται μια μοναδική,
ατελεύτητη ημέρα γιορτής, όπου η εργασία
ταυτίζεται με τον εορτασμό της
λατρείας.
γ. Η καπιταλιστική
λατρεία δεν αποβλέπει στη λύτρωση, ή
στην εξιλέωση για μια ενοχή, αλλά στην
ίδια την ενοχή […][2].
Ακολουθεί
η μετάφραση από την αγγλόφωνη έκδοση
“Capitalism as Religion”. Για τον εμπλουτισμό
της συζήτησης στις σημειώσεις, η
μεταφράστρια συμβουλεύτηκε τις σημειώσεις
μιας ακόμη ελληνικής μετάφρασης του
κειμένου που είναι διαθέσιμη σε αυτόν
τον σύνδεσμο και
πρόκειται να περιληφθεί στα σχεδιαζόμενα
«Άπαντα του Μπένγιαμιν» από τις εκδόσεις
Άγρα.
Θα
έπρεπε κανείς να βλέπει τον καπιταλισμό
σαν θρησκεία, πράγμα που σημαίνει ότι
η ουσιαστική λειτουργία του καπιταλισμόυ
είναι να ικανοποιεί τις ίδιες ανησυχίες,
αγωνίες και την αναστάτωση στις οποίες
μέχρι πρότινος απαντούσε η θρησκεία. Η
απόδειξη της θρησκευτικής δομής του
καπιταλισμού – όχι μόνο ως μια δομή που
καθορίζεται από τη θρησκεία, όπως
[εγγράφεται] στη σκέψη του Weber,
αλλά και ως ένα ουσιαστικό θρησκευτικό
φαινόμενο – [είναι ότι] ακόμη και σήμερα
παρασύρει τον καθένα σε μια απεριόριστη
και καθολική πολεμική. Δεν μπορούμε να
πλησιάσουμε πολύ κοντά στο δίχτυ πάνω
στο οποίο στεκόμαστε. Μια αποφασιστική
θέαση αυτού του ζητήματος, όμως, μπορεί
να καταστεί εφικτή αργότερα.
Τρία
χαρακτηριστικά της θρησκευτικής δομής
του καπιταλισμού, ωστόσο, είναι
αναγνωρίσιμα στο παρόν. Πρώτον, ο
καπιταλισμός είναι μια καθαρή θρησκευτική
λατρεία, ίσως η πλέον ακραία που υπήρξε
ποτέ. Εντός του καπιταλισμού το κάθετι
αποκτά νόημα μόνο άμεσα συσχετιζόμενο
με τη λατρεία· δεν γνωρίζει κανένα
ιδιαίτερο δόγμα ή θεολογία. Ιδωμένος
από αυτό το σημείο, ο ωφελιμισμός αποκτά
τις συγκεκριμένες θρησκευτικές του
αποχρώσεις. Αυτή η συμπύκνωση της
λατρείας συνδέεται με ένα δεύτερο
χαρακτηριστικό του καπιταλισμού: η
μόνιμη διάρκεια της λατρείας. Ο
καπιταλισμός είναι ο εορτασμός της
λατρείας sans reve et sans merci[4].
Εδώ πέρα δεν υπάρχει πλέον «καθημερινή»,
καμία ημέρα δεν θα μπορούσε να μην είναι
εορτασμός, με την πιο αισχρή εκδήλωση
του σαν μια ιερή πομπή – μια ακραία
μορφή άσκησης της λατρείας. Τρίτον,
πρόκειται για μία λατρεία που προξενεί
ενοχή. Ο καπιταλισμός είναι πρωταρχικά
μια λατρεία της ενοχής, παρά μια λατρεία
μεταμέλειας/ μετάνοιας. Εν τούτω βρίσκεται
[αυτό] το θρησκευτικό σύστημα στην πτώση
ενός τρομερού κινήματος. Ένα τρομερό
συναίσθημα ενοχής χωρίς από μόνο του
να γνωρίζει πώς να βρει μεταμέλεια,
αρπάζεται στη λατρεία, όχι με σκοπό να
εξιλεωθεί για την ενοχή, αλλά για να την
καταστήσει καθολική, να την καρφώσει
στη συνείδηση και τέλος και πάνω απ’
όλα να συμπεριλάβει και τον Θεό τον ίδιο
στην ενοχή αυτή, με σκοπό να ενδιαφερθεί
εκείνος για την μεταμέλεια. Αυτή [η
μεταμέλεια] δεν είναι κάτι που αναμένεται
από την λατρεία την ίδια, ούτε από την
αναμόρφωση αυτής της θρησκείας – η
οποία πρέπει να κρατηθεί από κάτι σίγουρο
μέσα της – ούτε από την άρνηση της. Εντός
της ουσίας αυτού του θρησκευτικού
κινήματος που βρίσκεται ο καπιταλισμός
– αντέχοντας ως το τέλος, έως και την
ολοκληρωτική έγχυση της ενοχής στο Θεό-
σκοπός είναι η επίτευξη ενός κόσμου που
βρίσκεται σε καθεστώς απελπισίας, ενώ
ακόμη ελπίζει. Εδώ έγκειται η ιστορική
τερατωδία του καπιταλισμού: η θρησκεία
δεν αποτελεί πλέον την αναμόρφωση της
ύπαρξης, αλλά περισσότερο την εξάλειψή
της. Από αυτή την διάχυση της απελπισίας
στην θρησκευτική κατάσταση του κόσμου,
αναμένεται θεραπεία. Η υπερβατικότητα
του Θεού έχει εκπέσει, αλλά δεν είναι
νεκρός. Έχει αποτραβηχτεί στο πεπρωμένο
του ανθρώπου. Το μονοπάτι του «πλανητικού
ανθρώπου» (Planeten Mensch)
μέσα από τον οίκο της απελπισίας αποτελεί,
στην απόλυτη μοναξιά αυτού του μονοπατιού,
το ήθος που περιγράφει ο Nietzsche. Αυτός ο
άνθρωπος, είναι ο Υπεράνθρωπος
(Ubermensch),
ο πρώτος που ξεκινά να γνωρίζει επιστάμενα
την καπιταλιστική θρησκεία. Το τέταρτο
χαρακτηριστικό [της θρησκευτικής δομής
του καπιταλισμού] είναι ότι ο Θεός πρέπει
να καταστεί απόκρυφος και να μπορέι να
γίνεται αναφορά σε αυτόν μόνο στο ζενίθ
της ενοχής του. Η λατρεία γιορτάζεται
ενώπιον μιας ανώριμης θεότητας, [ενώ]
κάθε εικόνα, κάθε ιδέα της βλάπτει το
μυστικό της ωριμότητάς της θεότητας.
Η
φροϋδική θεωρία ανηκει και αυτή στην
ιερατική εξουσία αυτής της λατρείας.
Είναι πλήρως καπιταλιστική στη σκέψη.
Η επιστροφή του απωθημένου, η αμαρτωλή
φαντασίωση, ενέχει κατά βάθος μια
διαφωτιστική αναλογία με το κεφάλαιο
– στο οποίο η κόλαση του ασυνειδήτου
πληρώνει τόκο. Αυτός ο τύπος του
καπιταλιστικού, θεολογικού τρόπου
σκέψης με μεγαλειώδη τρόπο συμφιλιώνεται
με τη φιλοσοφία του Nietzsche. Η σκέψη του
«Υπερανθρώπου» χάνει το αποκαλυψιακό
της «άλμα» όχι με το να αλλάζει τους
τρόπους της, μέσω της εξιλέωσης, του
εξαγνισμού και της μετάνοιας, αλλά μέσω
της φαινομενικά αέναης, όμως σε τελική
ανάλυση διασπαστικής, ασυνεχούς
εντατικοποίησης. Για το λόγο αυτό η
εντατικοποίηση και η εξέλιξη είναι
ασύμβατες με την έννοια του
“non facit salum”[5].
Ο
«Υπεράνθρωπος» είναι αυτός που χωρίς
να αλλάζει, κατέφθασε, διαπερνώντας
τους ουρανούς – ως ο ιστορικός άνθρωπος.
Ο Nietzsche προκατέβαλε [κηρύσσοντας] ότι
με το πέρασμά του από τους ουρανούς
διαμέσου ενός αυξημένου εξανθρωπισμού
(Menschhaftigkeit),
η θρησκευτική ενοχή υφίσταται και
παραμένει. Κατά όμοιο τρόπο και ο Μαρξ:
ο μη αναστρέψιμος [nicht umkehrende]
καπιταλισμός γίνεται σοσιαλισμός με
τόκους επί των τόκων, που αποτελούν τη
λειτουργία της ενοχής (αξίζει να
παρατηρηθεί η δαιμονική αμφισημία αυτής
της έννοιας)[6].
Ο
καπιταλισμός είναι καθαρά μια λατρευτική
θρησκεία, χωρίς δόγμα. Ο
καπιταλισμός αναπτύχθηκε παρασιτώντας
στον δυτικό Χριστιανισμό – όχι μόνο
στον Καλβινισμό, αλλά όπως θα έπρεπε να
δειχθεί και στα υπόλοιπα ορθόδοξα
χριστιανικά κινήματα – με τέτοιο τρόπο
ώστε στο τέλος [να φανεί] ότι η ιστορία
του καπιταλισμού είναι ουσιαστικά
ιστορία παρασιτισμού. Συγκρίνοντας την
ιερή εικονογραφία (Heiligenbildern)
διάφορων θρησκειών από τη μία μεριά με
τα χαρτονομίσματα διαφόρων χωρών από
την άλλη: το πνεύμα [είναι] που μιλάει
από το διάκοσμο των χαρτονομισμάτων.
Καπιταλισμός
και Δίκαιο [Recht].
Παγανιστικός χαρακτήρας του
Δικαίου. Sorel Reflexions sur la Violence p.262[7].
Υπέρβαση
του καπιταλισμού μέσω της μετακίνησης/
μετανάστευσης [Wanderung]. Unger: Politik
und Metaphysic p.44.[8]
Fuchs: Struktur
der kapitalistischen Gesellschaft o.a.[9]
Max
Weber: Ges.
Aufsatze zur Religionssoziologie 2.
Bd 1919/20[10]
Ernst
Troeltsch: Die Soziallehren der chr. Kirchen und Gruppen (Ges. W.I.
1912)[11]
Βλέπε
προ πάντων τη βιβλιογραφική αναφορά
στον Schonberg υπό το ΙΙ.
Landauer: Aufruf
zum Sozialismus p.
144[12]
Οι
ανησυχίες: μια πνευματική ασθένεια, που
ταιριάζει στην καπιταλιστική εποχή.
Πνευματική (όχι υλική) απελπισία στη
φτώχεια, περιπλάνηση, επαιτία και
μοναχισμός. Μια κατάσταση που είναι
τόσο απελπιστική είναι ενοχοποιητική
(verschuldend).
Οι «ανησυχίες» είναι ο δείκτης αυτής
της ένοχης συνείδησης του αδιεξόδου.
Οι ανησυχίες δημιουργούνται όταν υπάρχει
φόβος/ αγωνία για μια κοινή απελπισία
[ένα αδιέξοδο της κοινότητας] και
όχι ατομικός – υλικός φόβος.
Ο
Χριστιανισμός την εποχή της Μεταρρύθμισης
δεν ενθάρρυνε την ανάδυση του καπιταλισμού,
ωστόσο μεταστράφηκε ο ίδιος σε καπιταλισμό.
Μεθοδολογικά, θα ήταν γόνιμο να εξατάζαμε
τις διασυνδέσεις του χρήματος με τον
Μύθο στο πεδίο της ιστορίας- μέχρις ότου να
μπορούσε να αντλήσει από τον Χριστιανισμό
αρκετά μυθικά στοιχεία ώστε να θεμελιώσει
τον δικό του μύθο [ο καπιταλισμός].
Wergild[13] /
Θησαύρισμα από τα αγαθά έργα/ Ο μισθός
ως οφειλή στον ιερέα. Ο Πλούτος ως ο Θεός
των πλουσίων.
Adam
Müller: Reden uber die Beredsamkeit 1816 σ.
56 κ.ε.[14]
Το
δόγμα συσχετίζεται με τη φύση της γνώσης,
η οποία με την διαλυτική της ιδιότητα
(auflösenden),
μας απελευθερώνει και ταυτόχρονα μας
θανατώνει, μέσω του καπιταλισμού. Το
καταληκτικό αποτέλεσμα είναι μια
απελευθερωτική και καταστροφική
(erledigende)
γνώση.
Συνεισφέρει
αρκετά στη γνώση μας για τον καπιταλισμό
ως θρησκεία να φανταστούμε ότι ο
αρχετυπικός παγανισμός κατά κύριο λόγο
«άρπαξε» τη θρησκεία όχι ως «υψηλό»
«ηθικό» αγαθό, αλλά ως το πιο άμεσα
πρακτικό, στο οποίο με άλλα λόγια
αναγνώριζε την «ιδανική» και «υπερβατική»
φύση του, όπως είναι και ο σημερινός
καπιταλισμός, που όμως την ίδια στιγμή
αναγνωρίζει στο πρόσωπο του άθρησκου
ή αλλόθρησκου ατόμου της κοινότητας
του ένα μέλος της, με τον ακριβώς ίδιο
τρόπο που και η σημερινή αστική τάξη
αναγνωρίζει στο πρόσωπο των φτωχών
συγγενών της τα μέλη της
[nicht erwerbenden Angehörigen].
[1] Η
αποσπασματική συγγραφή χαρακτηρίζει
την πλειονότητα των γραπτών του Benjamin,
όπως διαφαίνεται και στο κορυφαίο έργο
του «Θέσεις για τη Φιλοσοφία της
Ιστορίας». Η θεσιακή/αποσπασματική
μέθοδος φιλοδοξεί να καταγράψει το
παράδοξο της ιστορικής κίνησης, η οποία
κατά τον Benjamin είναι συνυφασμένη με μια
παύση του ιστορικού γίγνεσθαι. Όπως
αναφέρει και ο E.
Cadava
στο βιβλίο του «Λέξεις Φωτός: Θέσεις
για τη Φωτογραφία της Ιστορίας» η
θέση/απόσπασμα για τον Benjamin
« […] συμπυκνώνει ένα πλέγμα σχέσεων
εντός ενός πλαισίου με διαπερατά όρια
[…] και λειτουργεί όπως το βλέμμα της
φωτογραφικής συσκευής παγώνοντας
στιγμιαία την ιστορία σε μια εικόνα. Ως
φωτογραφία υπό μορφή πρόζας, η
θέση/απόσπασμα ονομάζει τη δύναμη του
συλλαμβάνειν […]» (σ. 42).
[2] Πηγή:
https://vardavas.wordpress.com/2010/05/17/giorgio-agamben-capitalismos/
[3] «Ο
Καπιταλισμός ως Θρησκεία» αποτελεί μια
μετάφραση του Αποσπάσματος 74, που
τιτλοφορείται “Kapitalismus als Religion”
από τον τόμο VI,
των Gesammelte Schriften,
τα οποία επιμελήθηκε ο Rolf Tiedermann και
ο Hermann Schweppenhauser (Suhrkamp),
100-03. Στις σημειώσεις αυτού του τόμου
(σ. 690-91), οι επιμελητές παραθέτουν τα
κείμενα που αναφέρει ο Benjamin στο
χειρόγραφό του. Αυτά παρουσιάζονται
εδώ με ορισμένες διορθώσεις και όπου
είναι διαθέσιμες τις ελληνικές τους
μεταφράσεις. Οι λέξεις εντός αγκύλης
προστέθηκαν στο κείμενο για να βοηθήσουν
τους αναγνώστες/τριες να συμπληρώνουν
τις αποσπασματικές προτάσεις. Όλες οι
σημειώσεις στα υποσέλιδα είναι των
μεταφραστών.
[4] Η
κυριολεκτική μετάφραση αυτής της φράσης
είναι «χωρίς όνειρο και χωρίς έλεος»,
αλλά το πιο πιθανό είναι έχει συμβεί
κάποιο τυπογραφικό λάθος κατά τη
μεταγραφή των χειρογράφων του Benjamin. Η
φράση θα έπρεπε να διαβάζεται “sans trêve
et sans merci”,
«διχως ανάπαυλα και δίχως έλεος» που
βρίσκεται στην έκτη άρχή του Μεσαιωνικού
Δεκαλόγου του Ιπποτισμού, όπως
καταλογογραφήθηκε από τον Γάλλο ιστορικό
της λογοτεχνίας του 19ου αιώνα Leon Gautier.
Η έκτη αρχή αναφέρεται στην μεσαιωνική
ιπποτική μέθοδο της καταστολής των
απείθαρχων και συνδέεται με την περιγραφή
του Benjamin για την ανάπτυξη του καπιταλισμού,
καθώς και με την προσέγγιση
του George Sorel για
τον Χριστιανισμό και τον καπιταλισμό
στο έργο του “Reflexions sur la violence”,
στο οποίο και αναφέρεται ο Benjamin σε
αυτό το χειρόγραφό του. Βλ.
Leon Gautier, Chivalry: The
Everyday Life of the Medieval Knight,
New York: Crown Publishers, 1989. Ο
μεταφραστής της αμερικάνικης έκδοσης
(Chad Kautzer)
ευχαριστεί τους Devah Pager & Paul Humphrey για
τη συμβολή τους στην ανίχνευση αυτής
της σύνδεσης.
[5] Η
φράση “Natura non facit saltus” μεταφράζεται «η
Φύση δεν κάνει άλματα» και καταλαμβάνει
εξέχουσα θέση στο έργο του Leibniz του
1704 «Νέα Δοκίμια για την Κατανόηση του
Ανθρώπου»
(New Essays on Human Understanding: Cambridge: Cambridge University Press,
1996), του Charles Darwin στο
έργο του «Θεωρία της Εξέλιξης των Ειδών»
και του Alfred Marshal στο
“Principles of Economics”
(London: Macmillan,
1920).
[6] Ο Benjamin παρατηρεί
την αμφισημία της γερμανικής λέξης Schuld,
που μπορεί να σημαίνει είτε κατηγορία,
είτε ενοχή ή χρέος.
[7] Georges
Sorel, Reflexions
sur la violence,
Marcel Riviere et Cie, Παρίσι 1908,
1919, σ.
207.
[8] Erich
Unger, Politik
und Metaphysik,
M. Voigts, Konigshausen Neumann, Βύρτσμπουργκ 1989.
[9] Bruno
Archibald Fuchs, Der
Geist der burgerlichen kapitalistischen Gesellschaft. Eine
Untersuchung
uber seine Grundlage und Voraussetzungen, Βερολίνο, Μόναχο,
1920.
[10] Max
Weber, Gesammelte
Aufsatze zur Religionssoziologie,
3 τόμοι, Τύμπινγκεν 1920-1922.
[11] Σημείωμα
της ελληνικής μετάφρασης του Γ.Σ.: Η
πλήρης αναφορά την οποία εννοεί εδώ ο
Benjamin έχει ως εξής: «Ακριβώς λόγω του
μικρού μεγέθους και της αστικότητας
της οικονομικής πραγματικότητας της
Γενεύης μπόρεσε ο καπιταλισμός να
εισχωρήσει λάθρα στην καλβινιστική
ηθική σε αντίθεση με την απόρριψή του
από την καθολική και
λουθηρανικήηθική», Ernst Troeltsch, Die Soziallehren der christlichen Kirchen und Gruppen, Scientia (φωτομηχ.
ανατυπ. της εκδ. 1922) Άαλεν, 1977, τ. 1, σ. 708.
O Τρέλτς αποδίδει τη διύφανση της
καλβινικής ηθικής με τη σύγχρονη
καπιταλιστική αντίληψη περί χρήματος,
πίστωσης και τόκου σε αντίθεση με την
κλασσική αντίληψη του σχολαστικού-καθολικού
χριστιανισμού στις μικροαστικές συνθήκες
της περιοχής της Γενεύης.
[12] Gustav
Landauer, aufrum zum Sozialismus (Berlin: Verlegt bei Paul Cassirer
1920). Σημείωμα
της ελληνικής μετάφρασης του Γ.Σ.:
Πιθανότατα παραπομπή στη φράση: «[…] το
μοναδικό προϊόν χυτηρίου (Gegossenes), το
μοναδικό είδωλο (Gotze), ο μοναδικός θεός
(Gott) που έφτιαξαν ποτέ οι άνθρωποι με
σάρκα και οστά είναι το χρήμα (Geld). Το
χρήμα είναι τεχνητό και ζωντανό, το
χρήμα γεννά χρήμα και πάλι χρήμα και
πάλι χρήμα, το χρήμα έχει όλες τις
δυνάμεις του κόσμου. […] Είμαστε επαίτες,
ηλίθιοι και βλάκες, διότι το χρήμα είναι
θεός, διότι το χρήμα έχει γίνει
ανθρωποφάγος» ή και στη διατύπωση του
Landauer από την ίδια σελίδα: «O σοσιαλισμός
είναι μεταστροφή».
[13] Σύμφωνα
με το Τεκτονικό και Παλαιό Αγγλικό
Δίκαιο, wergild (ή wergeld)
είναι το αντίτιμο αίματος, η αξία της
ανθρώπινης ζωής και καταβάλλεται στην
οικογένεια ή στον άρχοντα του νεκρού
ανθρώπου.
[14] Adam
Müller, Zwölf
Reden über die Beredsamkeit und Deren Verfallin
Deutchsland (Munchen:
Drei Masken Verlag, 1816).
photo by gianpal333