Πως οδηγούν
τους ανθρώπους στην τρέλα; Τους βάζουν σε μια μηχανιστική διάταξη σώματος και
καθημερινότητας. Τους ταξινομούν. Τους βάζουν να επιλέξουν ψυχαναγκαστικά μια
έμμονη ιδέα και να την υπηρετήσουν πιστά μέσα από ένα καθορισμένο πλαίσιο
ιδεών. Τα πιο «καλά» παιδιά την πατάνε. Πιστεύουν στην έμμονη ιδέα που τους
φόρεσαν, προσαρμόζονται στο καλούπι για να νιώσουν ασφάλεια, για να βγάλουν
κέρδος από αυτήν όπως τους έταξαν και σαν πιστοί μιας θρησκείας που αγνοούν
προσδοκούν μέλλουσα απόδραση, μόνιμη δουλειά και λεφτά στην τράπεζα. Πολύ συχνά
πέφτουν σε μια παρανοϊκή λογική που τους συνθλίβει. Πιστεύουν και σ’αυτήν και
την επεκτείνουν σε όλο και πλατύτερους κύκλους. Στο τέλος τα μπερδεύουν όλα. Γελάνε
σαν να κλαίνε. Κλαίνε ενώ γελάνε και τους κρεμάνε κουδούνια γιατί έχουν
σαλτάρει.
«Κρίμα…και
ήταν τόσο καλό παιδί…» λένε και κουνάνε το κεφάλι τους ξορκίζοντας το μίασμα
από πάνω τους.
Επιπλέον
τους μαθαίνουν να μπαίνουν στην θέση των άλλων από μικροί. Το βασανιστήριο
αρχίζει. Σκέφτονται συνέχεια «τι να κάνει τώρα, που είναι;». Μπαίνουν στη ζωή
των άλλων και δεν βγαίνουν ποτέ. Νιώθουν ό,τι φαντασιώνονται ότι θα ένιωθε ο
άλλος, κάνουν ό,τι υποθετικά θα έκανε ο άλλος και δεν ζουν. Έτσι και οι πιο ανάλαφρες
διαδρομές αποκτούν βάρος. Τρώνε σαν πουλάκια και ζυγίζουν όσο ένας ελέφαντας. Κοιμούνται
νωρίς και ξυπνούν κουρασμένοι σαν να έσκαβαν όλη νύχτα ή δεν κοιμούνται καθόλου
και αφουγκράζονται μέρα-νύχτα κινδύνους και απειλές.
Ένας
άνθρωπος-ρομπότ έφτασε στο σημείο να μην μπορεί να πέσει στο κρεβάτι του. Του
έδωσαν μια ταμπέλα ψύχωσης, τον φόρτωσαν μια σακούλα φάρμακα και γέλαγαν μαζί
του για την έμμονη ιδέα που τον παίδευε. Πήγαινε μπρος-πίσω, ακουμπούσε στο
σεντόνι και σαν να μην έπρεπε να ξαπλώσει ξανάκανε την ίδια αυνανιστική κίνηση
«μπρος-πίσω». Μια δήθεν κίνηση που δεν πάει ούτε μπρος, ούτε πίσω. Έτσι τους
έδειχνε ανάγλυφα την ζωή του. Αυτή ήταν η αναπαράσταση που μπορούσε να κάνει.
Μόνο που η άκαμπτη στάση του προκαλούσε ενόχληση και νευρικό γέλιο στους
ειδικούς.
Έτσι μεταξύ
αστείου και σοβαρού μαθαίνουν να παράγουν «κατηγορίες τρέλας» από ελάχιστες
παρεκκλίσεις του ίδιου.
«Μιλάει σε
τρίτο πρόσωπο για τον εαυτό του κι έχει εμμονές; Τρελός!»
«Δεν έχει
κάνει σεξ; Σχιζοφρενής!»
Τόσο απλά.
Σαν να απαντάνε σε τηλεπαιχνίδι που θέλει πολύ γρήγορα να δώσεις μια απάντηση
σε κλάσματα δευτερολέπτου για την καρτέλα που σου δείχνουν. Είναι σαν να παράγουν
αποκλίσεις του ίδιου πάντα χρώματος τρέλας. Μια απόχρωση λίγο πιο ανοιχτή για
την παράνοια. Λίγο πιο σκούρα για την σχιζοφρένεια. Μπλε στο μπλε ή κόκκινο στο
κόκκινο ή αστραφτερό λευκό. Λευκό πιο λευκό και από το λευκό. Μια λαμπερή
καθαριότητα…εγκλεισμού.
Η μαχαιριά
της μπάρας (αναφέρομαι στο διαγραμμένο υποκείμενο του Lacan) τους αποκλείει διπλά και τους διχάζει.
Την έχουν ως νευρωσικοί, δεν την έχουν ως ψυχωσικοί, τι πραγματικά συμβαίνει;
Αυτή η διαγώνια γραμμή είναι σαν μαχαιριά στην πλάτη. Δεν είναι η δομή του
υποκειμένου αλλά τους κάνουν να πιστεύουν ότι έτσι είναι η δομή τους. Τους
πείθουν ότι γεννήθηκαν για να πεθάνουν, ότι όλα είναι ανώφελα, ότι όλα
καταλήγουν σε απόρριμμα, ότι είναι φτιαγμένοι από ενόρμηση θανάτου, από σελίδες
αδιαπέραστου κειμένου και τους μαθαίνουν να επιδεικνύουν την μαχαιριά στην
πλάτη που τρώνε πισώπλατα ή να την υπομένουν παθητικά γιατί αυτά έχει η ζωή που
τους φέρνει όλο και πιο κοντά στον θάνατο. Έτσι τρελαίνονται από ένα θεωρητικό
σύστημα που δεν τους αφήνει τόπο να σταθούν πηδώντας αφηρημένα από την μια
μεριά της μπάρας στην άλλη σαν να κάνουν τραμπάλα. Ο μοχλός αυτού του
βασανιστηρίου που δεν τους αφήνει τόπο να σταθούν «Ούτε από δω…ούτε…από κει» ή
η ανεστραμμένη συμμετρία του ίδιου ειδώλου «και από δω…και από κει…» τους
αφαιρεί και τον χρόνο. Δεν έχουν χρόνο να σκεφτούν.
Πετάνε
ατάκες στον αέρα όπως ο άνθρωπος-ρομπότ που συχνά είναι αφηρημένος. Καμιά φορά
βρίσκει μια πέτρα μπροστά του, δεν την βλέπει, δεν την κλωτσάει, ούτε την
πηδάει, την πατάει, γλιστράει, πέφτει και σωριάζεται κάτω.
«Κοίτα τον
μεθύστακα, τύφλα θα’ναι…!» λένε οι περαστικοί ενοχλημένοι και τον παρακάμπτουν.
photo gianpal333 |