Σε μαθαίνουν από το
νηπιαγωγείο ακόμη ότι δεν επιτρέπεται να υπάρχεις. Σε παρκάρουν σε χώρους
δημιουργικής απασχόλησης χωρίς καμία δημιουργία ή παιχνίδι. Σε μαθαίνουν
αργότερα δημιουργική γραφή και ξεχνάς κάθε δική σου γραφή, εγγραφή, εικόνα,
λόγο και αίσθηση της ζωής. Κι εσύ, εξόριστος από εσένα, το μόνο που ζητάς
συνεχώς είναι να κατέχεις κάτι ή κάποιον για να καμουφλάρεις την
ανυπαρξία σου. Να μην φανεί ότι δεν υπάρχεις κάτω από τα «ρούχα» της δήθεν
γνώσης που σου φόρεσαν. Αργοπεθαίνεις από έλλειψη οξυγόνου (πνοή ζωής) και
μαθαίνεις να ζεις στο κενό πασχίζοντας να το γεμίσεις με επιβίωση. Κάνεις και
ξανακάνεις τα ίδια και τα ίδια και αυτή η επανάληψη αντί να σε νανουρίζει
αυνανιστικά σου ανοίγει τον ίλιγγο της έλλειψης. Το κύριο σημαίνον,
ψυχαναλυτικά, είναι πια ο ζεστός κόρφος του Οιδιπόδειου συμπλέγματος που δεν
ελευθερώνει την επιθυμία αλλά την ξαναεγγράφει σαν έλλειψη! Και τότε η θεραπεία
συμπίπτει με την βολή της αρρώστιας. Αυτός ο τρελός φαύλος κύκλος είναι πια ο
χιλιοτραγουδισμένος ευνουχισμός. Ούτε το λακανικό αντικείμενο μικρό α
μπορεί να σε κάνει πια να επιθυμείς γιατί είναι άλλο ένα φάντασμα που πλανιέται
στον ψυχαναλυτικό ορίζοντα, όχι σαν αντικείμενο-αίτιο επιθυμίας, αλλά σαν
αντικείμενο απόλαυσης. Όταν το κυνηγάς, χωρίς να ξέρεις τι κυνηγάς, και τρέχεις
και δεν φτάνεις, δεν πρόκειται για επιθυμητική ροή αλλά για ενορμητική μηχανή
απόλαυσης. Όλα αυτά τα πυροτεχνήματα με τα αερικά των αντικειμένων (μικρό α-μερικά αντικείμενα ενόρμησης) στα οποία θυσιάστηκαν γενιές και γενιές
ψυχαναλυτών μου θυμίζουν μικρά ειδώλια θεοτήτων και περιφραγμένες σέκτες πιστών
που τα υπηρετούν. Τροφοδοτούν το σύμπτωμα με σύμπτωμα και τώρα το σώμα βγάζει ποικιλία συμπτωμάτων που δεν
υπήρχαν πριν. Αναπαράγει τα σφάλματα και τα συμπτώματα που του φόρτωσαν και τα
κουβαλάει με ηθική αδράνεια μέχρι θανάτου. Οι φωνές διεισδύουν στα αυτιά που
δεν έχουν φραγή ήχου και τρέχεις στον γιατρό για να τα ξεβουλώσει. Τα αυτιά
βιάζονται και δεν σε νοιάζει.
Ακούς και φαντασιώνεσαι μόνο…
photo gianpal333 |
Ένα τσιμπιματάκι
άγχους σε ξυπνάει «αχ, αγχώθηκα…» σαν τσίμπιμα κουνουπιού κάθε τόσο και μετά
έρχεται το πλάκωμα στο στήθος και τρέχεις να σβήσεις τη φωτιά με φωτιά. Ρίχνεις
ταφόπλακα στην καρδιά, σκληραίνεις και βαραίνεις. Δεν το λέει η καρδιά σου να
σταθείς μόνος σου στα πόδια σου και να περπατήσεις. Μετά δεν υπάρχουν πια ούτε
πόδια ούτε χέρια. Μουδιάζουν, παραλύουν και ένα χέρι/μέγγενη πιέζει τον σβέρκο
και σφίγγει χαμηλά τον αυχένα. Η επόμενη κίνηση διαφυγής είναι να φορέσεις τα
γυαλιά ηλίου σου στο καταχείμωνο για να τα βλέπεις όλα σαν σε ταινία μέσα από
τα ματογυάλια σου. Ενώ παρατηρείς και την παραμικρή απειλητική λεπτομέρεια
εξ’αποστάσεως, μέσα από τα γυαλιά, τα τζάμια, την οθόνη του υπολογιστή σου,
ανακαλύπτεις έντρομος ότι παρόλες τις προφυλάξεις σου δεν υπάρχεις.
Είσαι παντού και πουθενά αλλά… δεν υπάρχεις.